« Όπως και νά’ σαι σε αποδέχομαι Ιησού Χριστέ, καλά το θέρος ή την άνοιξη αλλά και μέσα στο χειμώνα….» (Τ. Παπατσώνης)
.
**ένας σπουδαίος στίχος του μεγάλου ποιητή μας, που με μοναδικό τρόπο φανερώνει αυτό που χιλιάδες σελίδες, θεολογίας προσπάθησαν να πουν.
Ότι ο μεγάλος πειρασμός του ανθρώπου, είναι να παραμείνει πιστός, όχι μονάχα όταν όλα πηγαίνουν καλά στην ζωή του, αλλά κυρίως όταν έρχεται η βαρυχειμωνιά των δοκιμασιών και τα πράγματα δεν έρχονται έτσι όπως τα περιμέναμε.
Τότε δοκιμάζεται η πίστη μας, στο Θεό στους ανθρώπους στο εαυτό μας.
Στα δύσκολα...«αλλά και μέσα στο χειμώνα…»
Τότε η μένουμε πιστοί στην αγάπη Του ή τον προδίδουμε στην συκή του φόβου και του θέλω μας.
.
Πηγή: παπα – Λίβυος
αντί να σκέφτεσαι ζήσε
Εικόνα «η προσευχή του Χριστού στη Γεσθημανή» από: word4you.ru
2 Σχόλια
Comments feed for this article
7 Ιουλίου, 2016 στις 9:09 πμ
momyof6
Ο ίδιος ο ποιητής όμως οδηγείται στήν ακράδαντη πίστη του στό Απόλυτο Όν καί στόν ενανθρωπήσαντα Ιησού, όπως εξομολογείται στό ποίημά του «Κρέντο»:
«…Όπως καί νά’ σαι σέ αποδέχομαι Ιησού Χριστέ,
κι είναι ανεκλάλητο τό πώς βοσκάω σέ λειμώνα
χλιδής καί πραότητος, εγώ ο παντέρμος, μέ Σέ,
καλά τό θέρος ή τήν άνοιξη, αλλά καί μέσα στό χειμώνα! ..»
Καί κάνοντας ύστερα μιά μετατόπιση πρός τήν Μητέρα τού Ιησού, τήν Παναγία, προσθέτει:
«..Πόσες φορές ξεχάστηκα, ο ανάξιος, καί χάνω
τήν προσοχή, τήν προσευχή καί τήν παράκλησή μου.
Μά δέ μέ μέλλει καί πολύ: η Παναγία από πάνω
μέ συγχωρά καί μ’ αγαπά η Δέσποινα η καλή μου.
Καί όταν πάλι μέ σεβασμό μπορώ καί τό τελειώνω (τήν προσευχή)
τότες μέ ποιά κρυφή χαρά
ανοίγω τήν ψυχή μου
καί λέω κρυφήν αποθυμιά καί λέω κρυφό μου πόνο
καί η αγνή Μαρία μέ προθυμιά ακούει τήν προσευχή μου».
http://parembasis.gr/index.php/menu-teyxos-172/1133-2010-172-16
(δεν γνώριζα πολλά για τον ποιητή, με αφορμή την ανάρτησή σου, Μέλια μου, διάβασα περισσότερα, ωραία ποίηση, δυνατή, χριστιανική, με αλήθειες και σωστό προσανατολισμό)
7 Ιουλίου, 2016 στις 1:38 μμ
Μέλια
Διάβασε αυτό το ποίημα Αλεξία μου, εγώ μ’ αυτό γνώρισα πέρυσι αυτόν τον ποιητή
Άλαλα τα χείλη των όσων δεν κοπιάσαν
για ν’ ακουμπήσουν τα ξαναμμένα κεφάλια τους
στα γόνατά σου τα μητρικά, που καταλύουν το μαύρο πάθος.
Άλαλα τα χείλη των όσων δεν διακρίναν, πως
συντρίβεις με το πόδι σου και συνθλάς την κεφαλή
του πανάρχαιου δράκοντα, που κέρδισε παίζοντας
κι’ ύστερα τόχασε το μήλο. Άλαλα τα χείλη
των όσων δεν ποθήσαν το ξαπόσταμα της αρμογής
και την ασφάλεια, το απάγγειασμα της νηνεμίας.
Είσαι ένα λιμανάκι ελληνικού νησιού όλο κατάρτια
περήφανα υψωμένα· φτωχά καΐκια αραγμένα,
φτωχά, αλλά που γνωρίσαν την αντάρα και την τρομάρα,
που φορτωθήκαν μόχθο και μεταφέραν πλούτος.
http://www.myriobiblos.gr/texts/greek/theotokos/pap_aug15.htm