Τὸ νὰ μίλα κανένας σήμερα καὶ νὰ γράφει γιὰ κάποια πράγματα τῆς θρησκείας, ὁ πολὺς κόσμος τὸ νομίζει γιὰ ἀνοησία. Καὶ ἀκόμα μεγαλύτερη ἀνοησία ἔχει τὴν ἰδέα πῶς εἶναι τὸ νὰ γράφει γιὰ τοὺς ἁγίους μάρτυρες…
…Κανένας λαὸς δὲν ἔχυσε τόσο αἷμα γιὰ τὴν πίστη τοῦ Χριστοῦ, ὅσο ἔχυσε ὁ δικός μας, ἀπὸ καταβολὴ τοῦ χριστιανισμοῦ ἴσαμε σήμερα.
Κι αὐτὸς ὁ ματωμένος ποταμὸς εἶναι μιὰ πορφύρα ποὺ φόρεσε ἡ ὀρθόδοξη Ἐκκλησία μας, καὶ ποῦ θὰ ‘πρεπε νὰ τὴν ἔχουμε γιὰ τὸ μεγαλύτερο καύχημα, κι ὄχι νὰ τὴν καταφρονοῦμε καὶ νὰ μὴ μιλοῦμε ποτὲ γι’ αὐτή, καὶ μάλιστα νὰ ντρεπόμαστε νὰ μιλήσουμε γι’ αὐτή, σὲ καιρὸ ποὺ δὲ ντρεπόμαστε γιὰ τὶς πιὸ ντροπιασμένες καὶ σιχαμερὲς παραλυσίες ποὺ κάνουνε οἱ ἄνθρωποι στὸν ἀδιάντροπο καιρό μας.
Ἐμεῖς οἱ σημερινοὶ πονηρεμένοι ἄνθρωποι φροντίζουμε μοναχὰ γιὰ τὴν καλοπέραση τοῦ κορμιοῦ μας, καὶ γιὰ τοῦτο ἡ ψυχὴ μᾶς ἔχασε τὴν εὐαισθησία της, μ’ ὅλα τα πνευματικὰ γιατρικὰ ποὺ λέμε πῶς ἔχουμε.
Καὶ γι’ αὐτὸ περιφρονοῦμε καὶ τοὺς λέμε ἀνόητους ἐκείνους ποὺ δὲν κοιτάζουνε τὸ ὑλικὸ συμφέρο τους, ἀλλὰ κάνουνε κάποιες θυσίες.
Κατὰ πολὺ ἀνόητους καὶ μικρόμυαλους θεωροῦμε ἐκείνους ποῦ θυσιάσανε τὴ ζωή τους γιὰ τὴν πίστη τους, ἀφοῦ, κατὰ τὴν ἁμαρτωλὴ κρίση μας, δὲν κοιτάζανε νὰ χαροῦνε τὰ νιάτα τους καὶ ν’ ἀπολάψουνε τοῦτον τὸν κόσμο, ποὺ εἶναι χεροπιαστὸς καὶ σίγουρος, ἀλλὰ βασανιστήκανε, φυλακωθήκανε, δαρθήκανε καί, στὸ τέλος, σφαχτήκανε ἢ κρεμαστήκανε, οἱ ἄμυαλοι, γιὰ κάποιους ἴσκιους ποῦ λέγουνται ἀθάνατη ζωὴ καὶ βασιλεία τῶν οὐρανῶν…
Τὸ ἀτελείωτο μαρτυρολόγιο τῆς Ἐκκλησίας μας… εἶναι μιὰ ἀπὸ τὶς πιὸ μεγάλες μαρτυρίες πῶς ἡ Ἐκκλησία μας εἶναι ἡ μία, ἁγία, καθολικὴ καὶ ἀποστολικὴ Ἐκκλησία, γιατί βασανίζεται ἀδιάκοπα καὶ χύνει τὸ αἷμα της γιά, τὸν Χριστό, ποὺ εἶπε: «Εἰ ἐμὲ ἔδιωξαν καὶ ὑμᾶς διώξουσι»…
…Οἱ δικοί μας οἱ ἅγιοι, ποὺ μαρτυρήσατε στὸν καιρὸ ποὺ εἴμαστε σκλάβοι στοὺς Τούρκους, ἤτανε ταπεινοί, ἁπλοί, λιγομίλητοι, μὲ τὴ φωτιὰ τῆς πίστης στὰ στήθια τους, ἀπονήρευτοι κι ἀγράμματοι, ἀφοῦ τὸ μόνο ποὺ γνωρίζανε νὰ λένε μπροστὰ στὸν ἀγριεμένον τὸν κριτὴ ἤτανε: «Χριστιανὸς γεννήθηκα καὶ χριστιανὸς θ’ ἀποθάνω!»
Νέοι ἄνθρωποι, παλληκάρια ἀπάνω στ’ ἄνθος τῆς νιότης τους, πηγαίνανε προθυμερὰ νὰ παραδοθοῦνε γιὰ τ’ ὄνομα τοῦ Χριστοῦ, κι ἀντὶς ἀρραβωνιάσματα καὶ ξεφαντώματα, σφαζόντανε σὰν τ’ ἀρνιὰ ἢ κρεμαζάντανε μὲ τὴ θελειὰ στὸν λαιμό τους καί, γιὰ νὰ τοὺς τυραγνᾶνε περισσότερο οἱ ἄπιστοι, κόβανε τὸν λαιμὸ τοὺς σιγὰ – σιγὰ μὲ στομωμένα μαχαίρια ἢ τοὺς κρεμάζανε μὲ σάπια σκοινιὰ ποὺ κοβόντανε, γιὰ νὰ τοὺς ξανακρεμάσουνε.
Καὶ τὰ μόνα ποὺ ξέρανε ἀπὸ τὴ θρησκεία μας οἱ περισσότεροι ἀπ’ αὐτοὺς ἤτανε τὰ λόγια τοῦ Χριστοῦ, ποὺ εἶπε:
«Ὅποιος μὲ ὁμολογήσει μπροστὰ στοὺς ἀνθρώπους, θὰ τὸν ὁμολογήσω κ’ ἐγὼ μπροστὰ στὸν Πατέρα μου, ποῦ εἶναι στὸν οὐρανό, κι ὅποιος μ’ ἀρνηθεῖ μπροστὰ στοὺς ἀνθρώπους, θὰ τὸν ἀρνηθῶ κ’ ἐγὼ μπροστὰ στὸν Πατέρα μου, ποῦ εἶναι στὸν οὐρανό», καθὼς καὶ τὰ λόγια τοῦτα, ποὺ εἶπε ὁ Κύριος; «Μὴ φοβηθεῖτε ἀπὸ κείνους ποὺ σκοτώνουνε τὸ σῶμα, μὰ ποῦ δὲν μποροῦνε νὰ σκοτώσουνε τὴν ψυχὴ» καί: «Ὅποιος χάσει τὴ ζωή του γιὰ τ’ ὄνομά μου, αὐτὸς θὰ ζήσει στὴν αἰώνια ζωή».
(ἀπὸ τὸ βιβλίο του «Η ΠΟΝΕΜΕΝΗ ΡΩΜΙΟΣΥΝΗ», Ἐκδόσεις «ΑΣΤΗΡ», ΣΤ΄ ἔκδοση 1984)
Ἀντιγραφή γιὰ τὸ «σπιτὰκι τὴς Μέλιας»
ΘΕΟΛΟΓΙΚΗ ΠΑΡΟΥΣΙΑ
ΠΕΡΙΟΔΙΚΗ ΕΚΔΟΣΗ – ΤΕΥΧΟΣ 7 – ΑΠΡΙΛΙΟΣ 2010
ΕΝΩΣΗ ΘΕΟΛΟΓΩΝ ΝΟΜΟΥ ΛΕΣΒΟΥ
Σχολιάστε
Comments feed for this article