Ἡ καλοκαιρινὴ ζέστη ἤρχισεν. Ὁ Ἱούνιος ἔφθασε προ δύο ἑβδομάδων. Ὅλοι εἰς τὸ σχολεῖον εἶχον ἀδιακόπως εἰς τὸ στόμα τὴν λέξιν διακοπαί. Ὅλοι εἶχον κουρασθῆ πλέον.
Σῆμερον ἦτο τὸ τελευταῖον μάθημα. Ὅλοι οἱ μαθηταὶ εἶχον τὸν πόθον νὰ προβιβασθοῦν εἰς τὴν ἄλλην τάξιν. Διὰ τελευταίαν φορὰν ἐδιδάσκοντο εἰς τὴν αἴθουσαν αὐτήν.
Ἡ ἀνωτέρα τάξις θὰ ἔφευγε διὰ παντὸς ἀπὸ τὸ σχολεῖον αὐτό. Οἱ μαθηταί της ἔζησαν τόσα ἔτη ἐδῶ μέσα. Ἡ ζωή των συνεδέθη μὲ κάθε θέσιν, μὲ κάθε γωνίτσαν τοῦ σχολείου.
Ὁλόκληρα ἔτη ἔζησαν ἐδῶ. Ὁ διδάσκαλός των ἔγινε πλέον δεύτερος πατήρ. Καὶ αυτοὶ ἦσαν ἀληθινοὶ ἀδελφοὶ μεταξύ των˙ ἀδελφοὶ εἰς τὴν λύπην, ἀδελφοὶ εἰς τὴν χαράν.
Μὲ βαθεῖαν συγκίνησιν ἐκάθισαν εἰς τὰ θρανία των διὰ τελευταίαν φοράν. Ὁ διδάσκαλος ᾐσθάνετο βάρος εἰς τὴν καρδίαν. Μὲ δυσκολίαν ἀνέβη εἰς τὴν ἕδραν καὶ τὸ βλέμμα του τὸ ἐκάρφωσεν εἰς αὐτήν· ἂν τὸ ἐγύριζε πρὸς τοὺς μαθητάς, δὲν θὰ ἠδύνατο νὰ κρατήσῃ τὰ δάκρυα.
Εἰς τοὺς τοίχους δεξιὰ καὶ ἀριστερὰ τῆς ἕδρας εἶχε κρεμάσει δύο χάρτας. Εἰς τὸν ἕνα ἦτο ἡ ῾Ελλὰς τοῦ 1912, μὲ τὰ σύνορα ἕως τὴν Ἄρταν καὶ τὴν Μελούναν. Εἰς τὸν ἄλλον ἦτο ἡ μεγάλη Ἑλλὰς τοῦ Ἕβρου.
Βιάζων τὸν ἑαυτόν του ὁ διδάσκαλος καὶ λαμβάνων ὀλίγον θάρρος, ἐκοίταξε τοὺς μαθητάς.
– Δὲν εἶναι ἀλήθεια, παιδιά μου, εἶπεν, ὅτι σήμερον εἶναι τὸ τελευταῖον μάθημα. Δὲν ὑπάρχει τελευταῖον μάθημα. Τὰ μαθήματα θὰ ἐξακολουθήσουν νὰ γίνωνται εἰς τὴν ψυχήν μας, ἂν κλείσωμεν καλὰ εἰς αὐτὴν αὐτοὺς τοὺς δύο χάρτας.
Ὁ εἷς δεικνύει τὴν Ἑλλάδα, τὴν ὁποίαν παρέλαβεν ἡ γενεὰ ἡ ἰδική μου· καὶ ὁ ἄλλος τὴν Ἑλλάδα, τὴν ὁποίαν σᾶς παραδίδομεν.
Ἀπὸ τὴν Ἑλλάδα τῆς Μελούνας εἰς τὴν Ἑλλάδα τοῦ Ἕβρου!… Πῶς ἔγινε τὸ ἅπλωμα αὐτό, τὸ ἠξεύρετε καλά. Καὶ πῶς ἔγινεν ἡ Ἑλλὰς τῶν ὀκτὼ ἑκατομμυρίων, τὸ ἠξεύρετε ἀκόμη καλύτερα. Διατί νὰ τὸ ἐπαναλάβωμεν;
-Ἡμεῖς, μὲ τὴν πολεμικὴν προσπάθειαν ἐκάμαμεν τὴν Μεγάλην Ἑλλάδα, ἐξηκολούθησεν ὁ διδάσκαλος, ἀλλὰ διὰ νὰ μείνῃ Μεγάλη, πρέπει μὲ τὰ ἔργα τῆς εἰρήνης νὰ γίνῃ καὶ πλουσία καὶ πολιτισμένη Ἑλλάς.
Τὰ ἔργα αὐτὰ εἶναι τεράστια καὶ δαπανηρά. Ἡ θύελλα τοῦ μεγάλου πολέμου καὶ ἡ θύελλα τῆς προσφυγιᾶς ἐγονάτισαν τὴν Πατρίδα μας οἰκονομικῶς˙ τὴν ἐγονάτισαν˙ ἀλλὰ δὲν τὴν ἐκρήμνισαν ἐντελῶς.
Ὅπως ὁ Ἀνταῖος πίπτων ἐλάμβανε καὶ νέαν δύναμιν ἀπὸ τὴν γῆν, οὕτω καὶ ἡ Πατρίς μας. Μὲ νέαν δύναμιν, ἡ ὁποία ἐπήγασεν ἀπὸ τὴν ἀστείρευτον ἑλληνικὴν ὁρμήν, ἠνωρθώθη· συνεκέντρωσε τὸν ἑαυτόν της καὶ κατέπληξεν ὅλον τὸν κόσμον μὲ τὸ νέον «ἑλληνικὸν θαῦμα».
Ὁλόκληρος βιβλιοθήκη ἑγράφη ἕως τώρα ἀπὸ Ἕλληνας καὶ ξένους -ἰδίως ἀπὸ ξένους- διὰ τὴν νέαν ἑλληνικὴν κοσμογονίαν.
Καὶ τί δὲν ἔκαμε!… Μόνον μὲ ἓν ἀεροπλάνον ταξιδεύοντες ὁλοκλήρους ἡμέρας θὰ ἠδυνάμεθα νὰ ἴδωμεν πόσον ἀληθινὰ μεγάλη ἔγινεν ἡ Πατρίς μας καὶ τί τεράστια ἔργα ἐπιχειρεῖ.
Χιλιάδες προσφυγικῶν συνοικισμῶν, πόλεις ὁλόκληροι, κομψαί, καθαραί, ὑγιειναί, στολίζουν τὸν τόπον. Ἀπέραντοι ἐκτάσεις τῆς Μακεδονίας σκεπασμέναι ἀπὸ νερὰ ἀποστραγγίζονται.
Ἑκατομμύρια στρεμμάτων γῆς ἐλευθερώνονται ἀπὸ τοὺς βάλτους, ἐξυγιαίνονται καὶ παραδίδονται εἰς τὸ ἄροτρον τοῦ γεωργοῦ.
Μεγάλοι ποταμοί, οἱ ὁποῖοι πλημμυρίζουν καὶ καταστρέφουν τὰ σπαρτά, ἀλλάζουν, χωρὶς νὰ τὸ θέλουν, τὴν κοίτην των μὲ δυσκολώτατα τεχνικὰ ἔργα καὶ ἀφαντάστους δαπάνας.
Χιλιάδες χιλιομέτρων νέων ἁμαξιτῶν δρόμων ἀνοίγονται ἀνάμεσα εἰς ἀδιάβατα βουνὰ καὶ ὁλόκληροι ἐπαρχίαι ἀποκλεισμέναι θὰ ἰδοῦν σύντομα νὰ τὰς προσεγγίζῃ τὸ εὐλογημένον αὐτοκίνητον. Πεντακόσια ἑκατομμύρια ἐξωδεύθησαν διὰ σχολικὰ κτίρια.
Ὁ λιμὴν τοῦ Πειραιῶς μὲ νέας ἐγκαταστάσεις, αἱ ὁποῖαι διευκολύνουν τὸ ἐμπόριον, γίνεται ὁ πρῶτος λιμὴν τῆς Ἀνατολῆς. Ὅλος ὁ τόπος ὡς σμῆνος μελισσῶν βουίζει ἀπὸ τὸν θόρυβον τῆς ἀδιακόπου ἐργασίας.
Εἶναι ἡ μεγάλη στρατιὰ τῶν ἐργατῶν, ἡ ὁποία ἀνοίγει δρόμους, τρυπᾷ βουνά, στραγγίζει λίμνας, στομώνει ποτάμια. Εἶναι ἡ μεγάλη εἰρηνικὴ στρατιὰ, ἡ ὁποία διεδέχθη τὴν στρατιὰν τοῦ πολέμου.
Ἡ χώρα μας, συνεχίζει ὁ διδάσκαλος, δὲν ἔχει πλέον τοὺς ἐχθρούς, τοὺς ὁποίους γνωρίζετε ἀπὸ τὴν ἱστορίαν. Μὲ αὐτοὺς ἔχομεν τώρα εἰρήνην καὶ εἴθε νὰ τὴν ἔχωμεν διὰ παντός.
Ἐπὶ τοῦ παρόντος οἱ μεγάλοι ἐχθροὶ τῆς φυλῆς μας εἶναι οἱ βαλτωμένοι κάμποι, οἱ ὁποῖοι σκεπάζουν καλλιεργήσιμον γῆν καὶ γεννοῦν τοὺς ἑλώδεις πυρετούς· εἶναι ἡ ἔλλειψις συγκοινωνίας εἰς τὰς ὀρεινὰς ἐπαρχίας, αἱ ὁποῖαι καταδικάζονται νὰ πληρώνουν ἀκριβὰ ἀγώγια δι’ ὅ,τι εἰσάγουν ἔξωθεν καὶ νὰ μὴ ἠμποροῦν νὰ στείλουν εἰς ἄλλους τόπους τὰ προϊόντα των, διότι στοιχίζει πολὺ ἡ μεταφορά των· εἶναι ἐχθρός μας ἡ ἁγραμματοσύνη τοῦ λαοῦ μας.
Αὐτὴ ἡ ἀγραμματοσύνη ἐμποδίζει τὸν βοσκὸν νὰ καταλάβῃ τί ἔγκλημα κάμνει, ὅταν καίῃ ὁλόκληρον δάσος, διὰ νὰ φυτρώσῃ εἰς τὴν ἀπογυμνουμένην ἔκτασιν ὀλίγον χόρτον διὰ τὰ πρόβατά του˙ καὶ αὐτὴ ἡ ἀγραμματοσύνη σπρώχνει τὸν ἐργάτην εἰς τὸ καφενεῖον καὶ τὸ οἰνοπωλεῖον, διότι δὲν ἔχει ἀκόμη οὔτε ἀναγνωστήριον οὔτε λαϊκὴν βιβλιοθήκην οὔτε λαϊκὸν κήρυγμα, διὰ νὰ περάσῃ εὐχαρίστως τὴν ὥραν του.
Ἰδού λοιπὸν μερικὰ ἀπὸ τὰ ἔργα τῆς εἰρήνης, τὰ ὁποῖα σᾶς περιμένουν. Ἀγαπήσατέ τα, ὅπως ἠγαπήσατε τὸ σχολεῖον μας.
Θὰ ἰδῆτε εἰς τὰς ἡμέρας σας τοὺς ὡραίους καρποὺς τῆς ἐργασίας σας καὶ θὰ εὐλογῆτε τὴν ὥραν καὶ τὴν στιγμήν, κατὰ τὴν ὁποίαν ἠκολουθήσατε τὸν δρόμον αὐτόν. Καὶ αἱ ἐρχόμεναι γενεαὶ θὰ σᾶς εὐγνωμονοῦν.
Τοιουτοτρόπως, ἀγαπημένοι ὅλοι σας καὶ βοηθημένοι, θὰ δυνηθῆτε, παιδιά μου, νὰ δημιουργήσετε τὴν πλουσίαν καὶ πολιτισμένην Ἑλλάδα. Ἐλπίζω εἰς τὸν Θεὸν νὰ ἰδῶ εἰς τὰς ἡμέρας μου καὶ αὐτὸ τὸ «ἑλληνικὸν θαῦμα».
Μὲ βουρκωμένους τοὺς ὀφθαλμοὺς ἐφίλησαν οἱ μαθηταὶ τὴν χεῖρα τοῦ διδασκάλου καὶ αὐτὸς δακρυσμένος τοὺς συνώδευσεν ἕως τὴν ἐξώθυραν, μοιράζων καὶ ἀπὸ ἕν γλυκόλογον εἰς τὸν καθένα.
.
ΔΗΜ. ΚΟΝΤΟΓΙΑΝΝΗ – ΝΙΚ. ΚΟΝΤΟΠΟΥΛΟΥ ΠΑΥΛΟΥ ΝΙΡΒΑΝΑ – ΔΗΜ. Γ. ΖΗΣΗ Κ.Α.
ΑΝΑΓΝΩΣΤΙΚΟ ΣΤ’ ΔΗΜΟΤΙΚΟΥ
1943
.
Ἀντιγραφή γιὰ τὸ «σπιτὰκι τὴς Μέλιας»
.
Επιτρέπεται η αναδημοσίευση με αναφορά στην πηγή «το σπιτάκι της Μέλιας»
3 Σχόλια
Comments feed for this article
22 Ιουνίου, 2015 στις 10:33 πμ
momyof6
τι κείμενο…
πώς να συγκρίνεις με τα σημερινά…
Καλή σου μέρα, Μέλια μου, και σε ευχαριστούμε που βρίσκεις και μας παρουσιάζεις τέτοιους θησαυρούς!
22 Ιουνίου, 2015 στις 1:45 μμ
Μέλια
Έχεις δίκιο Αλεξία μου τα σημερινά κείμενα είναι όλα γραμμένα στο «πόδι»…
Καλό σου μεσημέρι.
22 Ιουνίου, 2015 στις 10:36 πμ
Τὸ τελευταῖον μάθημα | Αντέχουμε...
[…] Διαβάστε τη συνέχεια του άρθρου » […]