Στίς 22 Απριλίου 1821, ο Καραϊσκάκης ψηνόταν στόν πυρετό καί αναπαυόταν στή σκηνή του. Μαζί του βρίσκονταν ο Γενναίος, ο Νικηταράς, ο Ιωάννης Νοταράς, ο Λεχουρίτης, ο Πετρακόπουλος καί ο Πανομάρας.
Ο αρχηγός είχε δώσει αυστηρές εντολές στούς στρατιώτες του νά μήν διεξάγουν καμμία μάχη μέ τόν εχθρό καί νά αναπαυθούν, διότι τούς περίμενε μία δύσκολη ημέρα.
Κατά τό μεσημέρι, κάποιοι Κρητικοί στρατιώτες μεθυσμένοι έκαναν ακριβώς τό αντίθετο από αυτό πού τούς είχε παραγγείλει ο αρχηγός τους. Ξεκίνησαν άσκοπους πυροβολισμούς κατά τής τουρκικής εμπροσθοφυλακής, η οποία αμέσως ανταπέδωσε.
Η αψιμαχία αυτή εξελίχθηκε σέ κανονική μάχη, αφού δέν εμφανίστηκε κάποιος υψηλόβαθμος αξιωματικός γιά νά τή σταματήσει. Ο ασθενής Καραϊσκάκης, άκουσε τούς πυροβολισμούς καί αμέσως, κατά τή συνήθειά του, ανέβηκε στό άλογό του, άρπαξε τό γιαταγάνι ενός στρατιώτη καί κέντρισε τό άτι του γιά νά ξεκινήσει.
Τό άλογο όμως δέν δεχόταν νά ξεκινήσει όσο καί άν τό κέντριζε μέ τά πόδια του ο Καραϊσκάκης. Ο Γιαννούσης Πανομάρας, πού πίστευε στίς προαισθήσεις τών αλόγων, άρπαξε τά χαλινάρια από τό άλογο καί ζήτησε από τόν αρχηγό του νά κατέβει.
– «Τί κάνεις ωρέ Γιαννούση;»
– «Κατέβα κάτω σού λέω.»
– «Ωρέ άφησε τό άλογο.»
– «Κατέβα ή τό σφάζω.»
Ο πεισματάρης Καραϊσκάκης αρνήθηκε καί δυστυχώς γιά όλους τούς Έλληνες ξέφυγε από τό πιάσιμο τού υπασπιστή του καί βάδισε πρός τό θάνατο.
Τήν αποφράδα εκείνη ημέρα ο Καραϊσκάκης βρέθηκε κοντά στίς γραμμές τού εχθρού νά καλεί τούς άνδρες του νά υποχωρήσουν, όταν ξαφνικά αισθάνθηκε πόνο χαμηλά στήν κοιλιακή χώρα.
Ο αρχηγός δέν είπε τίποτα στούς άνδρες του καί αφού τούς συγκέντρωσε μαζί του, επέστρεψαν όλοι μαζί στό στρατόπεδο. Τότε κατέρρευσε.
Οι σύντροφοί του, μόλις είδαν τή σοβαρότητα τού τραυματισμού τόν μετέφεραν στή γολέτα τού Τσώρτς. Ο γιατρός πού τόν εξέτασε κατάλαβε ότι τό τραύμα ήταν θανάσιμο, αλλά δέν είπε τίποτα στόν αρχηγό.
Ο Καραϊσκάκης, έμπειρος όπως ήταν, κατάλαβε ότι δέν είχε πολλή ζωή μπροστά του.
Ζήτησε νά φιλήσει τούς φίλους του Γαρδικιώτη Γρίβα καί Χατζηπέτρο καί τούς άλλους Ρουμελιώτες στρατιώτες, μέ τούς οποίους είχε ξεκινήσει τήν εκστρατεία του στή Ρούμελη.
Οι άνδρες του, μέ δάκρυα στά μάτια πήγαιναν στό προσκέφαλό του γιά νά τόν χαιρετίσουν καί αυτός μέ τή σειρά του δακρυσμένος, τούς παρότρυνε νά συνεχίσουν τόν αγώνα μέχρι τήν τελική νίκη: «Βαστάτε τά ταμπούρια σας νά μή σάς πνίξουν οι Τούρκοι.»
Ο Σταυραετός τής Ρούμελης εξομολογήθηκε, έγραψε τή διαθήκη του καί παρέδωσε τό πνεύμα στίς 4 τό πρωΐ τής 23ης Απριλίου 1827, ανήμερα τής ονομαστικής του εορτής, σκορπίζοντας τή θλίψη καί τό πένθος όχι μόνο στό ελληνικό στρατόπεδο, αλλά καί σέ ολόκληρη τή Ρούμελη καί τόν Μοριά.
Ο Χατζηπέτρος τού έκλεισε τά μάτια καί όλοι οι Έλληνες τόν έκλαψαν καί τόν πένθησαν, όπως πένθησαν τόν ήρωα τού Καρπενησίου Μάρκο Μπότσαρη, ο οποίος τόν κάλεσε κοντά του στό Πάνθεον τών Ηρώων.
Άλλωστε τέτοιο θάνατο είχε ζητήσει ο Γεώργιος Καραϊσκάκης από τήν Παναγιά τήν Προυσιώτισσα. «Άμποτε ήρωα Μάρκο, καί γώ από τέτοιο βόλι νά πάω!»
«Ο πάντοτε φιλάσθενος καί υπέρ τό σύνηθες ασθενών τότε Καραϊσκάκης, όστις έτυχε νά πίη τήν ημέραν εκείνην ιατρικόν, εκοιμάτο καθ’ ήν ώραν εγίνετο η μάχη. Εξυπνήσας δ’ εκ τής πολλής ταραχής καί τού σφοδρού τουφεκισμού, καί αναβάς τόν ίππον του, έδραμε πρός τό πεδίον τής μάχης συνοδευόμενος υπό πολλών εφίππων αξιωματικών καί τού ατάκτου ιππικού, σκοπεύων δέ νά καταπαύση τόν πόλεμον καί επαναφέρη τούς Έλληνας εις τάς θέσεις των περιεφέρετο καί διέταττε τούς πολεμούντας Έλληνας νά υποχωρήσωσι καί ετοιμασθώσιν εις τήν προσεχή νυκτερινήν ανάβασιν πρός τήν Ακρόπολιν. Αλλά, εν ώ εχώρει πρός τήν μάνδραν, ετουφεκοβολήθη, ησθάνθη ότι η βολή ήτο βαρεία, αλλά διέμεινεν έφιππος έως ού, επανελθόντων εις τά ίδια τών στρατιωτών, επανήλθε καί αυτός εις τήν σκηνήν του. Ηρίστευσε τήν ημέραν εκείνην τό ελληνικόν ιππικόν συναντήσαν ίλην τού εχθρικού.
Δεκαεπτά Έλληνες εφονεύθησαν καί επληγώθησαν. Επληγώθησαν καί ο Νικήτας, ο Λεχουρίτης, ο Μπαϊρακτάρης καί ο Άγγλος Βιτκόμπος, καί απεκόπη η δεξιά τού Παναγιώτη Χρυσανθοπούλου, τού καί Κακλαμάνου, υπασπιστού τού Χατζημιχάλη.
Αφ’ ού δ’ επανήλθεν ο Καραϊσκάκης εις τήν σκηνήν του, τόν κατεβίβασαν από τού ίππου οι περί αυτόν χειροκράτητον, τόν εψηλάφησεν ο χειρουργός καί ηύρεν ότι επληγώθη θανασίμως εις τόν βουβώνα.
Τότε τόν μετέφεραν εις τό εν τω Φαλήρω πλοίον τού αρχιστρατήγου (Τζούρτζ), καί στρώσαντες τάπητα επί τού εδάφους τού δωματίου τόν απέθεσαν εν μέσω τών οικείων του.
Ο Καραϊσκάκης, άν καί ο χειρουργός τού απέκρυψε τήν αλήθειαν, εννόησεν ότι όχι μόνον η πληγή του ήτο θανατηφόρος, αλλ’ ότι ολιγόωρος ήτο καί η ζωή του, δι’ ό εκάλεσεν τού πλοίου αμέσως τόν πνευματικόν, εξωμολογήθη, μετέλαβεν, εζήτησε συγχώρησιν παρ’ όλων τών περιεστώτων καί παρήγγειλε νά τόν θάψωσιν εν τή κατά τήν Σαλαμίνα εκκλησία τού Αγίου Δημητρίου.
Αφ’ ού δέ ετέλεσε τά νενομισμένα ως Χριστιανός, ελάλησε πρός τούς περιεστώτας καί ως πατριώτης καί ως πατήρ.
Καί ως πατριώτης μέν είπε νά μή δειλιώσι, νά έχωσι τάς ελπίδας των εις τήν εξ ύψους αντίληψιν, νά δοξάσωσι καί εις τό εξής τήν πατρίδα καθώς τήν εδόξασαν μέχρι τούδε, καί νά ήναι βέβαιοι ότι η Ελλάς, όσα καί άν πάθη, θ’ αποτινάξει επί τέλους τόν ζυγόν.
Ως πατήρ δέ παρήγγειλε νά συστήσωσιν εξ ονόματός του εις τήν αγάπην καί προστασίαν τής κυβερνήσεως τά τέκνα του. Διετήρησε δ’ εν μέσω δριμυτάτων πόνων τάς φρένας του υγιείς καί τόν λόγον του ακραιφνή μέχρι τής 3ης ώρας μετά τό μεσονύκτιον.
Τήν δέ 4η εξέπνευσε, καί τήν επαύριον μετεκομίσθη ο νεκρός εις Σαλαμίνα καί ετάφη όπου παρήγγειλεν.
Οι δέ εν Τροιζήνι πληρεξούσιοι, μαθόντες τό μέγα δυστύχημα, κατέβησαν απαξάπαντες εις τήν παραλίαν αντίκρυ τού Πόρου, μετέβησαν εκεί καί τά μέλη τής αντικυβερνητικής επιτροπής, καί ετελέσθησαν όσον δυνατόν μεγαλοπρεπή μνημόσυνα. Τοιούτον περιστατικόν αφήρπασεν εκ μέσου τού στρατοπέδου τόν Καραϊσκάκην, καθ’ ήν ώραν είχεν η πατρίς τόσην ανάγκην αυτού.»
(Σπυρίδων Τρικούπης, Ελληνική Επανάστασις)
Οι Τουρκαλβανοί μόλις έμαθαν τόν θάνατο τού Καραϊσκάκη ξέσπασαν σέ ζητωκραυγές. Γνώριζαν τήν αξία τού μεγαλύτερου εχθρού τους καί πάντοτε έλεγαν:
«Η Τουρκιά έχει τόν Ρεσίτη καί η Ρωμιοσύνη τόν Καραϊσκάκη. Τά δύο αυτά θεριά παλεύουν κι ο Θεός μόνο ξέρει ποιός θά νικήσει τόν άλλον.»
Τώρα όμως χλεύαζαν τούς Έλληνες καί σύμφωνα μέ τόν Κασομούλη τούς έλεγαν:
«Ωρέ, ο Καραϊσκάκης, ο γιός τής Καλόγριας πέθανε. Όλοι νά βάλετε μαύρα, γιατί άλλον σάν κι’ αυτόν δέν έχετε!»
Πηγή: agiasofia
.
Οι πηγές αφηγούνται…
1. «Επιστολή του Γεωργίου Σισίνη προς τον εξοχώτατον Α’ Στόλαρχον, προς τον εξοχώτατον Αρχιστράτηγον, και προς τους γενναιοτάτους Οπλαρχηγούς και στρατιώτας, τους συγκροτούντας το Στρατόπεδον της Αττικής
Η αγαπημένη μας πατρίδα θρηνεί απαρηγόρητα εξαιτίας της απώλειας του γνησιότατου παιδιού της, οδύρεται επειδή στερήθηκε τον θερμό υπερασπιστή των ιερών δικαίων της.
Θρηνεί αυτόν, που θρυμμάτισε τα νέα δεσμά της Στερεάς Ελλάδας, τον ένδοξο νικητή της Αράχωβας, τον εξολοθρευτή των τυράννων, θρηνεί τον σαν τον θεό Άρη τολμηρό, γενικό αρχηγό Καραϊσκάκη, ο οποίος έπεσε δοξασμένος υπέρ των ένδοξων Αθηναίων και αφήνοντας την τελευταία του πνοή, τίποτε άλλο δεν παρήγγειλε από τη διάσωση της Αθήνας. Ελλάδα!
Πένθησε τον πολύτιμο σου Καραϊσκάκη. Ελληνίδες!
Μαυροφορέστε για τον υπερασπιστή της τιμής σας! Φιλέλληνες!
Έλληνες στρατιώτες!
Γογγύξτε για τον ανδρείο συστρατιώτη σας και καταβρέχοντας την ιερή γη των ένδοξων Αθηναίων με τα από καρδιάς δάκρυά σας, λάβετε εκδίκηση για το αίμα του!
Τιμωρήστε τους ασεβεστάτους φονείς του και σώστε την Αθήνα!
Ευτυχισμένε Καραϊσκάκη!
Αφού ορκίστηκες να ζήσεις ή να πεθάνεις ελεύθερος, τήρησες τον όρκο σου ως χρηστός πολίτης, ως ευσεβής χριστιανός, ως τίμιος άνθρωπος».
(Διονυσίου Σουρμελή, Ιστορία των Αθηνών κατά τον υπέρ ελευθερίας αγώνα αρχομένη από της επαναστάσεως μέχρι της αποκαταστάσεως των πραγμάτων, Αθήνα 1853, β’ έκδοση, σ. 214).
2. Ο θάνατος του Καραϊσκάκη
«Άναψε πολύ ο πόλεμος. Ήρθε και ο Καραϊσκάκης και του λέω: «Τραβήξου πίσω να σταματήσει ο πόλεμος διότι το βράδυ θα κινηθούμε. Μου λέει, μείνε εδώ με τους άνδρες κι εγώ φεύγω».
Τότε, σε λίγο μαθαίνω ότι ο Καραϊσκάκης χτυπήθηκε. Πηγαίνω εκεί. Μαζευτήκαμε όλοι εκεί. Μας είπε με χωρατά: «Εγώ πεθαίνω όμως εσείς να είστε μονιασμένοι και να στηρίζετε την πατρίδα».
Τον μετέφεραν στο καράβι. Τη νύχτα ξεψύχησε και τον πήγαν στην Κούλουρη και τον έθαψαν».
Μακρυγιάννη, Απομνημονεύματα, σσ. 270-271.
.
3. Δημοτικό τραγούδι που αναφέρεται στον θάνατο του Καραϊσκάκη
«Σαν τα σαΐνια ρίχτηκαν στα τούρκικα ταμπούρια.
Δέκα ταμπούρια έπηραν, στα δώδεκα πηγαίνουν.
Κακό μαντάτο ακούσθηκε μεσ’ από τα ταμπούρια.
Τον Αρχηγό μας λάβωσαν, πικρά φαρμακωμένα
Κι απ’ τ’ άλογό του έπεσε και πάλ’ οπίσ’ ανέβη.
Ψηλή φωνίτσα εφώναξε ν’ ακούση το ασκέρι.
– Έλληνες μην κιοτεύετε*, Έλληνες μη σκορπάτε,
– Εγώ δεν έχω τίποτε, μόν’ είμαι λαβωμένος.
Για πάρτε με και σύρτε με στο έρημο τσαντήρι,
Να πλύνω τη λαβωματιά, και πάλ’ οπίσω νάρθω.
Τον κλαίει η μαύρη Ρούμελη, τον κλαίει ο κόσμος,
Τον κλαίουν όλ’ οι Έλληνες και οι καπιταναίοι».
Δημήτρη Σταμέλου, Ο θάνατος του Καραϊσκάκη, Αθήνα 1985, σ. 88.
.
*μην κιοτεύετε = μην δειλιάζετε
Ιστορία (ΣΤ’ Δημοτικού): Ηλεκτρονικό Βιβλίο
Πηγή: Ψηφιακό Σχολείο
.
.
.
Επιμέλεια της ανάρτησης για το «σπιτάκι της Μέλιας»
Σχολιάστε
Comments feed for this article