Γεωργόπουλος Χ.
Τ’ αδικημένου είμαι του γέρου χρόνου το παιδί
και Κουτσοφλέβαρο με λεν με τρόμο.
Όμως εγώ πρωτοφουσκώνω τα μάτια στο κλαδί
τον Ανοιξιάτικο ανοίγω δρόμο.
.
Όταν οι βρύσες στις πλαγιές δεν τρέχουνε μ’ ορμή,
τότες εγώ φουσκώνω και φλεβίζω.
Και με τις μπόρες τις τρανές και τη νεροσυρμή
όλα τα ξεροπήγαδα γεμίζω.
.
Ανοίγω το Τριώδιο και φέρνω τις Αποκριές.
-Γλέντια, χοροί με σανντουρνάλια-
Κι όλοι αντάμα στο χορό, νέοι, κορίτσια και γριές
γιορτάζουνε τα Καρναβάλια.
.
Και στις ψυχές, που πέταξαν και πήγανε στον Ουρανό,
Σάββατα τρία δίνω,
γι’ ανάμνηση και σεβασμό στο δρόμο τους το μακρινό,
κι όλη την πίκρα πίνω.
.
Και στα παιδάκια του σχολειού έρχομαι να θυμίσω,
πως στο μαθητολόγιο θα βαθμολογηθούν.
Κι όσα ως τώρα μείνανε στην πρόοδο τους πίσω,
έχουνε αρκετόν καιρό για να διορθωθούν.
.
Ο Γενάρης σαν αντάρτης
και ο Μάρτης πού ‘ναι γδάρτης
μού ‘κλεψαν από μια μέρα με περίσσια απονιά.
Μα ο Πατέρας μου ο Χρόνος,
που είδε τ’ άδικο αυτός μόνος,
μούδωσε από μια μέρα κάθε τέταρτη χρονιά.
Πηγή: Κρητίστωρ
Σχολιάστε
Comments feed for this article