Ο Μάριος και το τσουλούφι του1

Ένα παραμύθι ζωγραφισμένο από παιδιά!!

Θα σας πω ένα παραμύθι, για τον Μάριο.

Θα μου πείτε και με το δίκιο σας: «και ποιός είναι αυτός ο Μάριος;»

Ο Μάριος είναι ένας τυφλοπόντικας.

Και θα με ξαναρωτήσετε για άλλη μια φορά: «τι είναι τυφλοπόντικας;»

Και θα σας εξηγήσω πάλι, ότι τυφλοπόντικας είναι, ένα μεγάλο ποντίκι με μουστάκια.

Και μη με ξαναρωτήσετε: «τι είναι τα μουστάκια;»

Γιατί… γιατί θα φάμε τα μουστάκια μας, που ακόμα δεν έχετε βγάλει, γιατί είσαστε παιδιά! Εντάξει;

Ο Μάριος συνεχίζω και παρακαλώ πολύ, θέλω την προσοχή σας, φορούσε πάντα μαύρα γυαλιά, δώρο της φίλης του, της κουκουβάγιας της ανοιχτομάτισσας.

– «Πάρε αυτά τα γυαλιά, χάρισμά σου» του είπε μια μέρα « για να με θυμάσαι».

Ξέρετε γιατί τα φορούσε τα γυαλιά ο Μάριος;

Γιατί του άρεσε, να νομίζουν οι άλλοι, ότι δεν βλέπει τίποτα, ούτε τη μέρα, ούτε τη νύχτα.
Δηλαδή τους δούλευε όλους, ψιλό γαζί.
Είναι ένας αυτός…

Ο Μάριος λοιπόν, εκτός από τα μαύρα γυαλιά, φορούσε κι ένα ζευγάρι αθλητικά παπούτσια.
Όταν όμως πήγε να τα αγοράσει, είχε ξεχάσει να βγάλει τα γυαλιά του, έτσι, έκανε λάθος το χρώμα και πήρε το δεξί πράσινο και τ’ αριστερό… κόκκινο!

Αφήστε που τα παπούτσια αυτά, τα πλήρωσε πολύ ακριβά. Έδωσε σχεδόν μια ολόκληρη περιουσία, για να τα αγοράσει.

Για να καταλάβετε, έδωσε όλες του τις οικονομίες!
Δηλαδή ότι ραπανάκι και καροτάκι είχε βάλει στην άκρη! Όπως κάνουνε οι μεγάλοι για ώρα ανάγκης!

Του άρεσε πολύ όμως να φοράει παπούτσια, γιατί έτσι δεν λέρωνε τα νύχια και τα πόδια του στο χώμα.

Ο Μάριος ήταν πολύ καθαρός και πολύ νοικοκύρης. Ήθελε την ησυχία του κι έτσι, αποφάσισε μια μέρα, να πάει να ζήσει μόνος του.

Σαν την καλαμιά στον κάμπο, γούστο του και καπέλο του!

Σκέφτηκε λοιπόν να φτιάξει ένα ωραίο σπίτι κάτω από τη γη, στο χώμα, όπως όλοι οι τυφλοπόντικες.

Έβγαλε λοιπόν τα αγαπημένα του γυαλιά… για να βλέπει καλύτερα και έψαξε με μεγάλη προσοχή και για πολύ ώρα, που θα φτιάξει το σπίτι του.

Διάλεξε τον ίσκιο μιας πελώριας μηλιάς, που ήταν και το πιο ωραίο μέρος μέσα στο καταπράσινο δάσος, γιατί εκεί είχε πολύ μαλακό χώμα και πολλές, νόστιμες, ζουμερές ρίζες.

Άνοιξε λοιπόν το βαλιτσάκι με τα εργαλεία του, που ήταν δώρο του μπαμπά του, έβγαλε από μέσα μια πετσέτα για τον ιδρώτα, ένα φτυάρι και έναν γκασμά και άρχισε να σκάβει και να φτυαρίζει, σφυρίζοντας χαρούμενα ότι μα ότι τραγούδι ήξερε.

Έσκαβε τη γη με τον γκασμά, άδειαζε με το φτυάρι του το χώμα και μετά πετούσε τις πετρούλες με τα χεράκια του όσο πιο μακριά μπορούσε.

Ήτανε πολύ ευτυχισμένος, γελούσαν ακόμη και τα πελώρια μουστάκια του. Επιτέλους έφτιαχνε με τα χεράκια του το σπιτάκι του, μόνος του, και αισθανόταν πολύ περήφανος για τον εαυτό του.

Ήθελε το χειμώνα που θα έκανε κρύο να είναι έτοιμος.

Δεν του άρεσε η ιδέα να πεινάει και να κρυώνει και ούτε να γυρίζει από δω κι από κει…

Είχε μάθει από τη μανούλα του να είναι νοικοκύρης και απ’ το πατερούλη του, μερακλής και μάστορας!

Έσκαβε, έσκαβε, πολλές ώρες ακούραστα.

Σταματούσε τη δουλειά μόνο κάθε φορά που ήθελε να σκουπίσει με την πετσετούλα του, που ήταν δώρο της μανούλας του, τον ιδρώτα που έσταζε από το τσουλούφι του και του θόλωνε τα γυαλιά.

Αχ αυτά τα γυαλιά, που δεν έλεγε να τα βγάλει, ούτε στον ύπνο του ούτε στον ξύπνιο του, για να δούμε και εμείς λίγο τα μάτια του βρε αδερφέ, τι χρώμα έχουν!

Μόλις ξεκουραζότανε λιγάκι, έπαιρνε μια βαθιά ανάσα και αμέσως ξανάρχιζε το τραγούδι, έτσι για να περνάει η ώρα της σκληρής δουλειάς πιο ευχάριστα.

Να όπως αυτό το τραγούδι:

 «Είμαι ο Μάριος εγώ,
που ποτέ μου δεν γελώ,
τα μουστάκια μου γελάνε
και τη μύτη μου τσιμπάνε…»
 

Ή όπως αυτό:

«Με το φτυάρι στο χεράκι,
φτιάχνω εγώ ένα σπιτάκι,
και…. το παρακάτω δεν το τραγουδάω

γιατί… μού ‘φυγε η έμπνευση… »  

 

Και όταν διψούσε και στέγνωνε ο λαιμός του από την πολύ σκόνη και από το πολύ τραγούδι, μασούλαγε όποια ριζούλα έβρισκε μπροστά του και έτσι ξεδιψούσε και κορόιδευε την πείνα του.

Κι όλα καλά κι όλα ωραία, εργασία και χαρά και φτου κι απ’ την αρχή.

«Πρέπει να βιαστώ» είπε κάποια στιγμή, εξαντλημένος από την πολύ δουλειά. «Πριν πέσει η νύχτα, κι ας μη βλέπω τίποτα, κι ας έχω κουραστεί, λίγη υπομονή, δεν έβλαψε ποτέ κανέναν» παρηγοριόταν από μόνος του.

«Και αν έχω δυνάμεις, θα φάω ζουμερά κόκκινα μήλα, λαχταριστά καρότα, τραγανά ραπανάκια και μετά θα πέσω ξερός, μπάμ και κάτω, για ύπνο. Θα κοιμηθώ, τουλάχιστον δέκα ώρες, δεν έχω και ξυπνητήρι, ο ύπνος λένε, κάνει καλό!»

Τα έλεγε και τα ξανάλεγε, για να το ακούσουνε τα αυτιά του, μιας και εκεί γύρω, δεν υπήρχε ψυχή.

«Θα στολίσω όμως το ωραίο μου σπιτάκι αύριο που θα είμαι πιο ξεκούραστος και που θα’ χω κέφια και όρεξη. Έχω κάτι ιδέες στο μυαλό μου, μούρλια! Θα το κάνω κούκλα!» φώναξε και έριξε έναν πήδο στον αέρα, τόσο ψηλό, που όταν προσγειώθηκε, τα αθλητικά του παπούτσια, βούλιαξαν και χάθηκαν μέσα στο φρεσκοσκαμμένο, αφράτο χώμα.

Ξαφνικά, ακούστηκε ένα ΚΡΑΚ, ένα ΓΚΟΥΠ κι ένα ΩΧ!

Όλα αυτά μαζί, σε μια ανάσα.

 Λοιπόν παιδιά… ακούστε τι έγινε!

 Ένα μήλο έδωσε ένα πήδο από ψηλά, έπεσε πρώτα στο κεφάλι του αμέριμνου Μάριου που έσκαβε και μετά, έσκασε δίπλα του στο χώμα σαν οβίδα!

Τυχερός μέσα στην ατυχία του ο Μάριος, που ενώ έτριβε με το ένα χέρι το πονεμένο του κεφάλι, με το άλλο έτρωγε το ζουμερό φρούτο εξ ουρανού. Κι είχε μια πείνα…

«Νο-στι-μό-τα-το!!!» είπε. «Μηλιά, γεια στα χέρια σου!!! Μμ φτιάχνεις κάτι μήλα!!! Σ’ ευχαριστώ πολύ για το κέρασμα» είπε μπουκωμένος και συνέχισε ευτυχισμένος και λίγο πιο χορτάτος αυτή τη φορά, το σκάψιμο που δεν είχε τελειωμό!

Δούλεψε πολλές ώρες ακόμη, μέχρι που τα μικρά του τα χεράκια, κοκκίνισαν και γέμισαν φουσκάλες.

Άρχισε να πονάει, αλλά δεν έλεγε να σταματήσει… στεκόταν στο ύψος του… βράχος!

«Υπομονή, κουράγιο Μάριε» έλεγε στον εαυτό του. «Ακόμα λίγο, ακόμα λίγο μωρέ και τελειώνεις!»

Κόντευε στα αλήθεια να τελειώσει, όταν τον πήρε ο ύπνος, όρθιο πάνω στο φτυάρι.

«Χρ… χρ… χρ… χρ… »

Κάποια στιγμή ξύπνησε απότομα, γιατί κατάλαβε, ότι δεν ήτανε μόνος του. Πάνω στο κεφάλι του, ανάμεσα στις δύο τρίχες που είχε για τσουλούφι και που πολύ καμάρωνε, είχε στρογγυλοκαθίσει, ένα χοντρό, καφετί σκουλήκι.

– «Σαν στο σπίτι σου» του είπε ειρωνικά ο Μάριος.«Μην ενοχλείσαι καθόλου, βολεύτηκες καλά; Μήπως θες κανένα καφέ; καμιά λεμονάδα; Ένα κουλουράκι;»

– «Μπα! ποιός είσαι εσύ;» ρώτησε ενοχλημένο το σκουλήκι. «Δεν ήξερα ότι στη γειτονιά μας, φυτρώνουν φρούτα με τρίχες και γυαλιά! Εγώ που λες γυαλάκια, γύριζα στο μηλόσπιτό μου κουρασμένος, από τη μεγάλη μου βόλτα στη μηλιά και πάνω που έβαζα το κλειδί στην πόρτα, βρέθηκα ανάσκελα πάνω στο τριχωτό σου κεφάλι. Τριχωτό… λέμε τώρα… στις δυο τρίχες, που έχεις όλες κι όλες στο κεφάλι σου».

– «Μ ΄αρέσει που ζηλεύεις τα πυκνά μου τα μαλλιά… γλόμπε!» Του πέταξε με καμάρι ο Μάριος.

– «Ποιά μαλλιά; Τα σγουρά;»

– «Αυτά που δεν έχεις! Χα! Χα!»

– «Καλά και δεν μου λες; Τι θέλει το κεφάλι σου, κάτω από το ωραίο μου κορμί;»

– «Ποιό κορμί;»

– «Αυτό που δεν έχεις! Χα! Χα!»

– «Ωχ κουβέντα θα ανοίξουμε τώρα;

– «Ε; Και που είναι το μηλόσπιτο μου;»

– «Ωχ!» σκέφτηκε ο Μάριος. «Το ωραίο ζουμερό μηλαράκι, με τη μικρή στρογγυλή τρύπα, που έφαγα πριν από λίγο στο κεφάλι και που τώρα βρίσκεται μέσα στο στομάχι μου, κοίτα να δεις… ήτανε το σπίτι του!»

– «Περιμένω μιαν απάντηση!» διέκοψε τις σκέψεις του Μάριου το ενοχλητικό σκουλήκι.

«Ξέρω…» συνέχισε να σκέφτεται ο Μάριος,«δεν έπρεπε να το φάω… αλλά πεινούσα, μου’ρθε και ουρανοκατέβατο… σχεδόν με παρακαλούσε να το φάω… τι νάκανα κι εγώ το λυπήθηκα και… τόφαγα!»

– «Τι έγινε γυαλάκια είδες την κορμάρα μου και κατάπιες τη γλώσσα σου;» κοκορεύτηκε για άλλη μια φορά το σκουλήκι.

Αλλά ο Μάριος, ήτανε καλά χωμένος στις σκέψεις του.

«Ας κάνω τώρα την πάπια… μήλα υπάρχουνε πολλά στη μηλιά… ας βρεί άλλο σπίτι… το πολύ πολύ, να αλλάξει τη κλειδαριά στην πόρτα… Ουφ! Πολύ ασχολήθηκα με το θέμα, καιρός να το παίξω σκληρός και αδιάφορος γιατί έχω και δουλειές».

– «Λοιπόν σκούληκα…»

– «Μπα μίλησες πουλάκι μου;»

– «Λοιπόν έχουμε και λέμε: Είμαι ο τυφλοπόντικας ο Μάριος και κατέβα γρήγορα από κει πάνω, δηλαδή απ’ το κεφάλι μου, γιατί με έχει πιάσει πονοκέφαλος. Καλέ εσύ είσαι πολύ χοντρός για σκουλήκι! Άσε που μου χάλασες και το ωραίο μου τσουλούφι. Άντε! Κατέβα σου λέω!»

– «Καλά καλά, κατεβαίνω, πώς κάνεις έτσι; Υπομονή, γιατί θα γεράσεις γρήγορα, στριμμένε! Άλλωστε δεν ήξερα ότι σε ενοχλώ! Είμαι ο Νώντας, χάρηκα πολύ, θα μπορούσα να πω, για τη γνωριμία και άκου να δεις… γυαλάκια, εγώ δεν είμαι χοντρός, είμαι… πολύ γυμνασμένος και έχω κάτι ποντίκια άλλο πράγμα! Να πιάσε να δεις! Κι άμα θέλεις παλεύουμε! Ξέρω και ξύλο βαράτε, ζίου κίτσου, φουγκ γκουχ και έχω μαύρη ζώνη, άσπρη, κίτρινη και ριγωτή με ρόζ ρίγες και… »

– «Ε! ε! Νώντα» τον σταμάτησε ο Μάριος, που άρχισε να νευριάζει με την πολυλογία του. «Άσε τις πολλές κουβέντες. Είμαι ψόφιος από την κούραση… σχεδόν κουτουλάω πάνω στο φτυάρι από τη νύστα… και θέλω να τελειώνω επιτέλους, με το καινούργιο μου σπίτι».

– «Μα δεν θα πιάσεις τα ποντίκια μου;»

– «Τα λέμε αύριο Νώντα!

– «Δεν ξέρεις τι χάνεις!»

– «Ξέρω ξέρω! Αλλά έλα αύριο αν θέλεις, να κάνουμε παρέα καμιά βόλτα στη γειτονιά, να μου δείξεις τα ποντίκια σου εε… τα κατατόπια ήθελα να πω, και εγώ, θα σου κάνω το τραπέζι, μπας και γνωριστούμε λίγο καλύτερα. Δεν ξέρω… χα χα…» γέλασε με νόημα ο Μάριος «τα τρώς τα μήλα;»

– «Τρώω μόνο υγιεινά φαγητά, είμαι χορτοφάγος… κανένα κοντοσούβλι καμιά γαρδούμπα…»

– «Α! μάλιστα! Κατάλαβα κατάλαβα! Και για να μην το ξεχάσω. Δεν παλεύω ποτέ και με κανέναν, πρώτον γιατί δεν θέλω να μου σπάσουν τα μαύρα μου γυαλιά και δεύτερον, γιατί είμαι παιδί από σπίτι. Άσε που μου πέφτεις πολύ μικρός, καλά καλά δεν σε βλέπω και θα σε κάνω σκόνη».

– «Τι με απειλείς;»

– «Και επιτέλους, κόψε πια τις φιγούρες, χοντρέ και άμυαλε, μη σου κάνω τις ζώνες κοκορέτσι και στις δώσω να τις φας υγιεινά! Άντε γιατί…»

Ο Νώντας έγινε θηρίο.

Έβγαζε καπνούς απ’ τη μύτη και έκανε, σα χαλασμένη εξάτμιση αυτοκινήτου. Κοκκίνισε σαν παντζάρι και φούσκωσε σαν μπαλόνι. Κόντεψε να σκάσει από τα νεύρα του.

– «Α! αυτό δεν θα περάσει έτσι!» σκέφτηκε θυμωμένος ο Νώντας. «Αυτό είναι προσβολή! Άκου δε με βλέπει! Άκου χοντρός! Άκου κοκορέτσι τις υπέροχες ζώνες μου! Ο αγενής!»

«Δε μου λες γυαλάκια», φώναξε νευριασμένος ο Νώντας. «Πώς το είπαμε το ονοματάκι σου;»

– «Ε! Ε! Ε! σταματήστε επιτέλους!» ακούστηκε μια λεπτή φωνή, από το πουθενά. «Με έχετε ζαλίσει! Μπααα!!!»

Ο Μάριος κι ο Νώντας κατατρόμαξαν.

Η καρδιά τους, πήγε βόλτα με τρεχαλητό και ξαναγύρισε πάλι στη θέση της, λαχανιασμένη.

Γύρισαν το κεφάλι τους.

Κανείς!

Έψαξαν από δω, έψαξαν από κει, τίποτα!

Και ξαφνικά, είδαν ένα πελώριο φουντούκι με πόδια, να έρχεται απειλητικά, κατά πάνω τους.

‘Έκαναν χωρίς δεύτερη σκέψη, στην άκρη με ένα πήδημα. Ουπς!

«Ένα φουντούκι με πόδια!» είπαν κι οι δύο με μια φωνή. «Χριστός και Παναγία! Είμαστε καλά; Από πότε κυκλοφορούν και τέτοια φουντούκια στην αγορά;»

– «Σιγά βρε λεβέντες, να μην είμαι ένα φουντούκι με πόδια, με κέρατα και κολοκοτρωνέϊκη περικεφαλαία!» ακούστηκε μια ψιλή φωνή μέσα από το φουντούκι.

– «Ε;»

– «Τι ε; Ο Ρούλης είμαι. Ένα κόκκινο εργατικό μυρμήγκι, που κουβαλάω, ένα βαρύ φουντούκι, στη μυρμηγκοφωλιά μου».

«Α;»

– «Τι α; Μου έφυγε η μέση, αλλά… χαλάλι του! Είναι ωραίο κομμάτι, συλλεκτικό και άξιζε τον κόπο. Κι έχω και σας, που μ’ έχετε ζαλίσει με τις φωνές σας και δεν μ’ αφήνετε, να συγκεντρωθώ σε αυτό που κάνω, με τόση μαεστρία. Μπααα!!!»

– «Σου ζητώ συγγνώμη για τις φωνές μας» είπε ο Μάριος ευγενικά. «Είμαι ο Μάριος ο τυφλοπόντικας. Είμαι καινούργιος σε αυτή τη γειτονιά και φτιάχνω μόνος μου το σπίτι μου. Κι αυτός… είναι ο Νώντας ο χοντρός, που όχι μόνο στρογγυλοκάθισε, απρόσκλητος στο κεφάλι μου και μού ‘ρθε ζάλη, αλλά έχει το θράσος, να μου ζητά και τα ρέστα από πάνω!»

– «Γεια σου φουντουκορούλη με τα ωραία σου!» είπε το σκουλήκι, στον Ρούλη. «Λέγε με Νώντα και πού ‘σαι γυαλάκια… παραγνωριστήκαμε! Σου έχω εξηγήσει πως δεν είμαι χοντρός και βγάλε επιτέλους αυτό το μαύρο γυαλί, μπας και με δεις καλύτερα και εκτιμήσεις τα προσόντα μου!»

«Δεν ξέρω αν είσαι χοντρός Νώντα» είπε ο Ρούλης. «Ξέρω ότι με έχετε ζαλίσει με τις φωνές σας! Μπααα!!!»

– «Έτσι για να γνωριστούμε καλύτερα» είπε χαμογελαστός ο Μάριος, «θέλετε αύριο να φάμε παρέα; Αν βέβαια, δεν έχετε κάποια άλλη δουλειά να κάνετε;»

– «Μάριε» είπε πρώτος ο Νώντας, «εγώ είμαι σύμφωνος, αν κι από την αρχή μού ‘χεις μπει στη μύτη και στο μάτι. Κι όσο για τον Ρούλη… » συνέχισε κοροϊδευτικά ο Νώντας, «ελπίζω σήμερα – αύριο, να φτάσει με το φουντούκι στη φωλιά του, εκτός βέβαια, κι αν θέλει να βγάλει ρίζες! Καλό ε; ΧΑ! ΧΑ! ΧΑ! Πώς τα λέω ο μπαγάσας!»

Έσκασε στα γέλια… μόνο ο Νώντας.

– «Ξέρεις κάτι παλαιστή Νώντα;» είπε ο Ρούλης, νευριασμένος. «Μου φαίνεται ότι ο Μάριος τελικά έχει δίκιο. Είσαι πραγματικά ένας ανεπιθύμητος πονοκέφαλος! Και κοίταξε καλά! Εμένα μη μου κολλάς πολύ, γιατί θα σου φέρω το φουντούκι στο κεφάλι και θα δεις τον ουρανό, ανάσκελα. Μπααα!!!»

Ο Μάριος και το τσουλούφι του2

– «Τώρα τι έγινε δηλαδή;» πετάχτηκε ενοχλημένος ο Μάριος. «Σταματήσαμε τον ένα καυγά και πιάσαμε τον άλλο; Τι θα γίνει με τη πρόσκληση που σας έκανα, θα έρθει αύριο κανείς για φαγητό;»

– «Μάριε φίλε μου» είπε πάλι ο Ρούλης, αλλά αυτή τη φορά, πολύ ευγενικά. «Με πολύ χαρά, θα φάω μαζί σου αύριο. Σ’ ευχαριστώ πολύ για τη πρόσκληση. Άντε γεια τώρα, τα λέμε αύριο, ραντεβού κάτω από τη μεγάλη βελανιδιά, λίγο πριν δύσει ο ήλιος. Καλή ξεκούραση!»

– «Καλό βράδυ Ρούλη!» είπε ο Μάριος. «Χάρηκα πολύ που θα σε έχω γείτονα. Μ’ αρέσεις! Ναι μ’ αρέσεις, γιατί είσαι και συ νοικοκύρης και δουλευταράς σαν και μένα κι όχι τεμπέλης, σαν μερικούς μερικούς χοντρούς, αλλά πολύ γυμνασμένους!»

Η κουβέντα σταμάτησε απότομα.

Ο Ρούλης γύρισε στο φουντούκι του, το κοίταξε στα μάτια, πήρε μια βαθιά ανάσα και το έσπρωξε με δύναμη… αποφασισμένος, να το πάει σήμερα στη φωλιά του.

Έτσι, για να μπει στο μάτι του αγενή Νώντα.

Ο Μάριος αναστέναξε.

– «Αχ επιτέλους τελείωσε το σπιτάκι μου! Βαρέθηκα να σκάβω, να φτυαρίζω και να καταπίνω χώμα! Αλλά το έκανα ΚΑ-ΤΑ-ΠΛΗ-ΚΤΙ-ΚΟ!!! Με θαυμάζω για το γούστο μου και για την τεχνική μου!!!» είπε όλο καμάρι και άρχισε να μαζεύει από κάτω, αργά αργά, τα σκορπισμένα εργαλεία του. Μετά θα πήγαινε σε μια γωνιά, πάνω στο φρεσκοσκαμμένο χώμα, να ξαπλώσει για να ξεκουραστεί, γιατί αύριο θα ήταν, μια μεγάλη μέρα γι αυτόν.

Ο Νώντας όμως, έμεινε εκεί μόνος του, φουσκωμένος ακόμα από τα νεύρα του, να κάνει το κόκκινο μπαλόνι.

Έπεσε μια βαθειά ησυχία, στη γειτονιά.

Όλοι κοιμόντουσαν.

Μόνο ένα «φου! φου! φου!» ακουγότανε, αλλά μη δίνετε σημασία, γιατί ήταν ο Νώντας, που ξεφούσκωνε επιτέλους, σιγά σιγά.

Λίγο πριν έρθει η καινούργια μέρα, ο Μάριος ξύπνησε, αλλά ένιωθε ακόμα κουρασμένος.

Τεντώθηκε.

Πονούσε το κορμί του και νύσταζε πολύ.

Ήτανε σαν να μην είχε κλείσει μάτι, όλη τη νύχτα.

Ήθελε να κοιμηθεί, ακόμα λίγο ο καημένος, αλλά στο μυαλό του, ήρθαν αμέσως οι δουλειές που τον περίμεναν και το ραντεβού που είχε, κάτω από τη μεγάλη βελανιδιά, με τους καινούργιους του φίλους.

Έτσι μπήκε στα βάσανα, πρωί πρωί με τη δροσούλα.

Σηκώθηκε με το ζόρι.

Τα πόδια του ζύγιζαν, τρία κιλά το ένα! (Γιατί τα παπούτσια του, ήταν γεμάτα χώμα)

Και νάτανε μόνο αυτό;

Είχαν αλλάξει και χρώμα!

Είχανε γίνει και τα δύο… χωματί!!!

Και το χειρότερο από όλα;

Πονούσαν τα χέρια του από την πολύ δουλειά.

Κάποια στιγμή κοίταξε τις γεμάτες φουσκάλες παλάμες του και τότε ένιωσε υπερήφανος για την εργατικότητα του.

Και σαν να μην έφταναν όλα αυτά, ήτανε και ολόκληρος μες στο χώμα και στη σκόνη!

Έμοιαζε σαν ολόφρεσκος, λαχταριστός κουραμπιές, πασπαλισμένος όμως με χωματένια ζάχαρη άχνη!

Άρχισε να τινάζεται και το μόνο που κατάφερε, ήταν να σηκώσει ένα άσπρο σύννεφο σκόνης και να τον πιάσει βήχας.

– «Γκούχου!Γκούχου». Έβηξε δυνατά. «Α! δεν είναι δουλειά αυτή. Το πρώτο πράγμα, που πρέπει να βάλω στο σπίτι μου, είναι μια βρύση, για να έχω νερό να πίνω και να πλένομαι. Και αν χρειαστεί, να δώσω κι ένα ποτήρι νερό βρε αδερφέ σε έναν περαστικό, σε ένα γείτονα, σε όποιον διψάει τέλος πάντων. Άσε που χρειάζομαι και έπιπλα. Πω! Πω! Έχω πολλές δουλειές, δουλειές με φούντες. Αλλά ψυχραιμία Μάριε. Σιγά σιγά, όλα θα τα φτιάξεις!»

– «Δεν μου λες λεβεντιά καμαρωτή;» ακούστηκε η γνώριμη   χοντρή φωνή, του ενοχλητικού Νώντα. «Θα μιλάς δυνατά και φωναχτά, για πολλές ώρες ακόμα μόνος σου; Γιατί ξύπνησες τόσο πρωϊ καλέ; Θα πας να αρμέξεις τις αγελάδες που δεν έχεις; Ή μήπως θα βοσκήσεις τίποτα πρόβατα, που και πάλι δεν έχεις;»

– «Νώντα…» είπε κατακόκκινος από ντροπή ο Μάριος. «Αν και είσαι αγενής όπως πάντα, καλημέρα. Σου ζητώ χίλια συγνώμη που σε ξύπνησα! Έχεις δίκιο! Αλλά να! Έχω να ετοιμάσω το σπίτι μου μόνος μου, χωρίς βοήθεια και φοβάμαι ότι δεν θα τα καταφέρω. Γι’ αυτό σκεφτόμουν φωναχτά. Κουράστηκα! Απογοητεύτηκα! Μελαγχόλησα! Μούρχεται να τα παρατήσω και να πάρω το δρόμο της επιστροφής. Θα βάλω τα κλάματα. Συγνώμη… έφαγα και το μηλοσπιτό σου… ουά… » του ξέφυγε του Μάριου, η αλήθεια για το μήλο!

– «Αχ λεβέντη μου ευαίσθητε και λαίμαργε!» είπε ο Νώντας που τα κατάλαβε όλα. «Άσε μωρέ τις κλάψες, γιατί το μόνο που θα καταφέρεις, θα είναι να θολώσουν τα γυαλιά σου και να χαλάσεις τα ωραία σου ματάκια!»

– «Σνιφ… αυτό δεν το σκέφτηκα!» μουρμούρισε ο Μάριος.

– «Όσο για το μήλο που μού ‘φαγες, ξέχασε το! Καιρό τώρα έψαχνα να βρω πιο μεγάλο σπίτι».

– «Τότε εγώ γιατί κλαίω;»

– «Γιατί είσαι κλαψιάρης! Εγώ ξέρεις γιατί είμαι εδώ;»

– «Για να με τυραννάς!»

– «Για σένα βρε κουτό, για να σε βοηθήσω! Άλλωστε τι τάχω τα μπράτσα, μόνο για να παλεύω; Πες μου τι βοήθεια θέλεις και θα την έχεις αμέσως!»

Ο Μάριος δεν πίστευε στ’ αυτιά του. Βούρκωσε! «Τελικά…» σκέφτηκε «είναι ψυχούλα ο Νώντας ο χοντρός και δεν του φαίνεται καθόλου!»

– «Ε… καλημέρα…» ακούστηκε η λεπτή φωνή του Ρούλη, που έσκασε σα μανιτάρι από τη μυρμηγκοφωλιά του. «Έρχομαι και εγώ να βοηθήσω. Άλλωστε βαριέμαι! Δεν έχω τίποτα, μα τίποτα να κάνω σήμερα. Όλα είναι στη θέση τους, ακόμα και κείνο το φουντούκι που λέγαμε Νώντα… το τακτοποίησα!»

Ο Μάριος δεν πίστευε ξανά στ’ αυτιά του.

«Είμαι τυχερός! Επιτέλους βρήκα δυο πολύ καλούς φίλους!» ξανασκέφτηκε χαρούμενος. «Θεούλη μου σε ευχαριστώ. Είσαι πάντα τόσο καλός μαζί μου, τόσο καλός… κι εγώ που νόμιζα ότι με ξέχασες!»

Έβαλε τα κλάματα, αλλά αυτή τη φορά… από ευτυχία.

– «Γυαλάκια…» είπε τσαντισμένος ο Νώντας. «Κόψε το κλάμα σου λέω, αν θέλεις ν’ αγαπιόμαστε. Κλαίς απαίσια. Και όπως θα ‘λεγε κι ο φίλος μας ο Φουντουκο – Ρούλης μπαααα!!!»

Έβαλαν τα γέλια και οι τρεις ευτυχισμένοι, που βρέθηκαν στην ίδια γειτονιά και πειράζοντας ο ένας τον άλλον, πήραν το δρόμο για το δάσος.

Είχαν αποφασίσει, πρώτα να φάνε κάτι καλό και ζουμερό και μετά, θα έψαχναν όλοι μαζί παρέα, να βρούνε πραγματάκια, για να στολίσουν το άδειο σπιτάκι του Μάριου.

Τι πραγματάκια;

Ακόμα δεν ξέρω να σας πω!

Έτσι όλοι μαζί, σαν τρία παλιά κι αγαπημένα φιλαράκια, πήραν την ανηφόρα, που έβγαζε στο δάσος.

Κόντευαν να φτάσουν στη μεγάλη βελανιδιά.

Το δάσος ήταν γεμάτο ζωή.

Όλα κι όλοι είχανε ξυπνήσει.

Ο πρωϊνός τζίτζικας έπιασε από νωρίς, το γνωστό, μονότονο τραγούδι του.

Μια πράσινη μικρή κάμπια μ’ ένα ψηλό κίτρινο καπέλο, είχε ανοίξει το παράθυρο του μανιταρόσπιτιού της κι έπαιζε κιθάρα, έτσι για να κάνει παρέα, στον τζίτζικα, που τραγουδούσε ασταμάτητα, όλο τα ίδια και τα ίδια, αλλά πολύ ωραία και μελωδικά!

Η πιο μικρή μελισσούλα του δάσους, ήταν ξαπλωμένη, πάνω σε ένα βελανίδι και με μισόκλειστα μάτια, χουζούρευε ευτυχισμένη, βουϊζοντας απαλά τα φτερά της, ένα «βου» στον ύπνο της, ένα «βου» στον ξύπνιο της.

Μια κόκκινη πασχαλίτσα, με μαύρες βούλες, η αθλήτρια του δάσους, έκανε βαρκάδα πάνω στις πρωϊνές δροσοσταλίδες, μέσα σε ένα αγριομπίζελο για κανό, κρατώντας για κουπί ένα καταπράσινο φυλλαράκι και πάντα στον ίδιο ρυθμό… «Εϊ ωπ! εϊ ωπ!»

Μια φιλάρεσκη σαρανταποδαρούσα, με ωραίες βλεφαρίδες και ψάθινο καπέλο, έπαιρνε το καθημερινό της μπάνιο, μέσα σε ένα καρυδότσουφλο – μπανιέρα. Έτριβε με τη σκληρή, κόκκινη βούρτσα της, ένα προς ένα τα σαράντα πόδια της, χαρά στην υπομονή της!

Όπως θα καταλάβατε παιδιά, όλοι κάτι έκαναν, σε αυτό το φιλόξενο, καταπράσινο δάσος.

«Μμμμ!!!» ψιθύρισε ο Μάριος. «Τι ωραία που μυρίζει το δάσος, με τα πολύχρωμα λουλούδια του, τα ζουμερά βατόμουρα του και με τους δροσερούς χυμούς του! Και τι πολλά ζωάκια, ζουν εδώ, όλα μαζί αγαπημένα! Όνειρο είναι! Όνειρο! Μωρέ ας με τσιμπήσει κάποιος, αλλά… να μη ξυπνήσω!»

– «Τι έγινε βρε Μάριε;» ρώτησε ανήσυχος ο Ρούλης και τον τσίμπησε δυνατά. «Πολύ σκεφτικός είσαι. Τι συμβαίνει; Δεν σου αρέσει η γειτονιά μας; Έχει πολύ θόρυβο; Μπας κι έχει πολύ μποτιλιάρισμα; Ή μήπως κουράστηκες από το περπάτημα;»

«ΑΟΥΤΣ! Γιατί με τσίμπησες;;;» φώναξε ο Μάριος.

«Γιατί το ζήτησες κι εγώ χατίρια σε φίλους δε χαλάω!», απάντησε ο Ρούλης και πριν προλάβει να τελειώσει τη φράση του, ακούστηκε η φωνή του Νώντα:

– «Τι θα γίνει βρε παιδιά; Πού κολλήσατε πάλι; Όλο κουβέντα είσαστε κι από φαγητό τίποτα! Κοντεύω να φάω ένα χωράφι με κρίνους και μαργαρίτες από την πείνα! Κι μ’ έχει πιάσει κι ένας λόξυγκας… Χικ! Χικ! Στέγνωσε ο ωραίος μου λαιμός από τη δίψα κι οι υπέροχοι, γυμνασμένοι και σφιχτοί κοιλιακοί μου, κόλλησαν στη πλάτη μου από την πείνα! Πεινάωωω!!!»

– «Εντάξει, εντάξει γκρινιάρη!» είπε ο Ρούλης. «Έχεις δίκιο. Όλοι πεινάμε. Αλλά περίμενε λίγο να μάθουμε τι έχει πάλι, ο φίλος μας ο Μάριος! Και πιες επιτέλους λίγο νερό, να σου σταματήσει αυτός ο ενοχλητικός λόξυγκας, που μας πήρε τα αυτιά! Μπααα!!!»

– «Παιδιά σας ζητώ χίλια και ένα συγνώμη» είπε συγκινημένος ο Μάριος. «Δεν έχω τίποτα!»

– «Δηλαδή τζάμπα ανησυχήσαμε;» ρώτησε ο Νώντας.

– «Ναι! Μ’ αρέσει τόσο πολύ η γειτονιά σας, που ευχαρίστως θα ζούσα μέσα σε εκείνη τη μεγάλη σπηλιά, κάτω από τα πόδια της βελανιδιάς!»

– «Γυαλάκια! Η βελανιδιά δεν έχει πόδια… έχει κορμό και ρίζες!»

– «Νώντα κόφτο! κάνεις παράσιτα!» φώναξε ο Ρούλης.

– «Σε εμένα απευθύνεστε κύριε;» ρώτησε θιγμένος ο Νώντας.

– «Ναι Νώντα κόφτο! Έλα καλέ μου Μάριε για συνέχισε» είπε μες τη γλύκα ο Ρούλης.

– «Όλα εδώ είναι υπέροχα! Ζωντανά, φωτεινά, πολύχρωμα! Είναι τόσο ζεστά εδώ στο δάσος, έχει τόσες πολλές μυρωδιές και από παντού ακούγονται φωνές και γέλια!»

– «Δυστυχώς γυαλάκια πέσαμε σε ώρα αιχμής και έχει πολύ θόρυβο και… »

– «ΝΩΝΤΑΑΑ… »

– «Καλά καλά δεν ξαναμιλάω… ουφ!»

– «Ναι! Αλλά θα μπορούσα να ζήσω εδώ, ακόμα και κάτω, από αυτές τις πολύχρωμες ομπρέλες που θα με προφυλάσσουν από τη βροχή και από τις δυνατές αχτίδες του ήλιου. Κι αν είναι και λίγο νόστιμες θα έχω λύσει και το πρόβλημα του φαγητού μου» συνέχισε ο Μάριος να λέει τον πόνο του, χωρίς να ακούει λέξη από όσα έλεγε ο Νώντας.

– «Γυαλάκια μη μιλάς για φαγητό, γιατί από την πείνα που έχω… σε βλέπω σαν ξερολούκουμο!»

– «Άλλωστε είμαι εύκολος στο φαγητό… τα τρώω όλα!»

– «Κι εγώ γυαλάκια κι εγώ!»

– «Αχ! Αυτή είναι ζωή! Όλα μπρος στα πόδια μου… Άρχοντας! Πασάς στα Γιάννενα!»

– «Ρούλη μπορώ να πω και εγώ μια λεξούλα… κάτι;» ζήτησε την άδεια να μιλήσει ο Νώντας.

– ««ΟΧΙ!!» «Νώντα μας δουλεύεις που δεν έπαψες στιγμή να μιλάς;» ήταν η απάντηση του Ρούλη.

– «Ε; Ναι! Μεγάλε Μάριε με το μικρό τσουλούφι, που έφαγες το μηλόσπιτο μου και έκανες την πάπια!» είπε και πάλι ο Νώντας.

«Πολύ μιλάς! Η γλώσσα σου πάει ροδάνι! Αλλά ας πάρουμε τα πράγματα από την αρχή, μπας και συνεννοηθούμε καμιά φορά. Λοιπόν άκου, τι έχω να σου πω: Πρώτον: χαιρόμαστε μέχρι τ’ αυτιά, που είσαι καλά και σου αρέσει η γειτονιά μας. Δε λέω… κούκλα είναι… μια ζωγραφιά, με πολλά χρώματα… με…

– «Αργείς πολύ με τις εξηγήσεις;» τον διέκοψε ο Ρούλης.

– «Δεύτερον και να λείπουν οι παρεμβολές Ρούλη: πηδάμε από τη χαρά μας, που σου αρέσει η τρελοπαρέα μας και που είσαι φίλος μας. Μόνο που μας βγήκες λίγο κλαψιάρης και πολυλογάς βρε παιδάκι μου! Αλλά μεταξύ μας, κανένας δεν είναι τέλειος, κανένας μόνο… εγώ!!!»

– «Τέλειωσες;»  

– «Τρίτον και αρχίζω να τα παίρνω στο κρανίο Ρούλη που με διακόπτεις συνέχεια: επιτέλους Μάριε, είδες το φως το αληθινό και δεν σου αρέσουν πια τα σκοτάδια, ούτε οι χωματένιες ερημιές και οι μοναξιές! Και βέβαια δεν το συζητάω, που γλυκοκοιτάζεις τη γέρικη βελανιδιά μας και…»

– «Και αν δεν πάρεις ανάσα θα σκάσεις!» φώναξε και πάλι ο Ρούλης.

– «Ουφ! Σαν νάχεις δίκιο, κουράστηκα! Εγώ που δε μιλάω καθόλου… τι μ’ έπιασε σήμερα; Ρούλη… πες εσύ τα υπόλοιπα, για να πάρω μια ανάσα, αλλά πέστα γρήγορα. Για να πάμε να φάμε καμιά ώρα. Και μη ξεχάσεις να του πεις το καλύτερο… στο τέλος! Θέλω να δω τη φάτσα του Μάριου».

Ο Νώντας, κρατούσε την κοιλιά του από τα γέλια.

– «Καλέ μου Μάριε» είπε ο Ρούλης, χωρίς να δώσει σημασία στα ενοχλητικά λόγια του Νώντα. «Πρέπει να σου πω, ότι ο Νώντας, για πρώτη φορά στη σκουλικοζωή του, είπε και κάτι σωστό».

– «Ε όχι και πρώτη φορά; Με προσβάλεις!»

– «Πρώτη και αναρωτιέμαι πως το ‘παθες Νώντα;»

– «Είμαι άτομο με φιλοσοφικές ανησυχίες!»

– «Μάριε όλα θα πάνε καλά, μην έχεις άγχος. Είμαστε κι εμείς εδώ! Άλλωστε, γι αυτό είναι οι φίλοι και δεν είναι κακό, που σου αρέσει εδώ πάνω, που έχει κόσμο και θόρυβο και που δεν θέλεις, να είσαι πια μόνος!»

– «Μα εμένα από παιδί μου άρεσε η μοναξιά!»

– «Λοιπόν άκου Μάριε, βρήκα τη λύση, αφού σου αρέσει το σπίτι στη βελανιδιά, μείνε εδώ και όποτε βαρεθείς και θέλεις σκοτάδια, ησυχίες και μοναξιές, κατεβαίνεις στο χωματένιο υπόγειο σπίτι, που έφτιαξες με τα χεράκια σου και αράζεις εκεί!»

– «Δηλαδή Ρούλη αν κατάλαβα καλά, θα έχει δύο σπίτια ο μάγκας;»

– «ΝΑΙ ΔΥΟ!!!» «Το μόνο που πρέπει να κάνουμε Νώντα, είναι να φτιάξουμε παρέα μια σκάλα ή ένα πέρασμα, που θα ενώνει τα δύο σπίτια. Έλα χαμογέλασε επιτέλους Μάριε, μπααα!!!»

– «Αλλά γυαλάκια» πετάχτηκε ο Νώντας που δεν κρατιόταν, «μην τολμήσεις ν’ αγγίξεις με τις δοντάρες σου αυτές τις ομπρέλες που, για να μαθαίνεις επιτέλους, λέγονται μανιτάρια! Γιατί τότε θα δεις, κόκκινες, κίτρινες, πράσινες και μπλε πεταλουδίτσες!

– «Αχ τι ωραία! Χρόνια έχω να δω πράσινες πεταλουδίτσες!»

– «Βρε Μάριε ακούς τις σου λέω; Αν φας από αυτά τα μανιτάρια, θα γεμίσει το πανέμορφο τριχωτό μουσούδι σου ότι χρώμα βούλα βάλει ο νους σου!»

– «Ήρθαν οι Απόκριες; Πώς περνάει ο καιρός;»

– «Βρε άσε τους μελοδραματισμούς!»

– «Μα είμαι ρομαντικός!»

– «Και εγώ! Αλλά με τόσες βούλες που θα βγάλεις βρε παιδάκι μου, θα σε περάσουν όλοι για πασχαλίτσα! Βέβαια λίγο ψιλομεγαλούτσικη, με γυαλιά και με μουστάκια, αλλά με κάτι βούλες…»

– «Πασχαλίτσα; Αχ χρόνια έχω να δω πασχαλίτσα!»

– «Χαρά στη υπομονή σου Νώντα!» είπε με θαυμασμό ο Ρούλης.

– «Τι να κάνω; Πρέπει του εξηγήσω, τι παίζει μ’ αυτά τα μανιτάρια!

– «Μανιτάρια; Χρόνια έχω να δω μανιτάρια!»

– «Ρούλη θα τον βαρέσω δεν αντέχω!»

– «Μη δεν κάνει, είναι φίλος μας!»

– «Έχεις δίκιο! Λοιπόν Μάριε φίλε μου, ξέχασα να σου πω το καλύτερο, ότι όταν γίνουν όλα αυτά, εσύ θα είσαι αγκαλιά με το μανιτάρι και θα βλέπεις τον ουρανό ανάσκελα!»

– «Ουρανό… αν είναι και γαλάζιος! Χρόνια έχω να…»

– «Ξέρω ξέρω Μάριε, να δεις ουρανό γαλάζιο!»

– «Όχι καλέ… τον ουρανό ανάσκελα!»

– «Ουφ δεν αντέχω άλλο Ρούλη κουράστηκα! Τα νεύρα μου! Θα πάρω τα βουνά! Βρε γυαλάκια κατάλαβες τίποτα;»

– «Ναι, ναι, πως… κατάλαβα» είπε ο Μάριος γεμάτος απορία.

– «Και τι κατάλαβες; για πες μας να μάθουμε κι εμείς;» ρώτησε ο Νώντας, ξεροκαταπίνοντας.

– «Κατάλαβα πως αν δαγκώσω λίγο από αυτό το περίεργο μανιτάρι, που εμένα μου φαίνεται πεντανόστιμο και τραγανό, θα γεμίσει το δάσος πολύχρωμες πεταλούδες και εγώ θα γίνω μια πασχαλίτσα με τσουλούφι και με μουστάκια! Και είναι κακό αυτό Νώντα;»

– «Αχ Χριστέ μου, τι μπέρδεμα!» αγανάκτησε ο Ρούλης. «Μάριε, επειδή ο Νώντας ξεράθηκε σα σταφίδα, από το πολύ μπλα μπλα, κι εσύ πέρα βρέχει, άκουσε με καλά! Τέντωσε τ’ αυτιά σου, κάντα λαγουδένια!»

– «Μα είμαι τυφλοπόντικας!»

– «Τρόπος του λέγειν!»

– «Ποιανού;»

– «Βρε Ρούλη μην τον μπερδεύεις!» πετάχτηκε ο Νώντας.

– «Έχεις δίκιο Νώντα! Μάριε θα στο πω, για μια τελευταία φορά. Μακριά από τα μανιτάρια. Θα πάθεις κανένα κακό, θα σε τρέχουμε και θα μας φάει η αγωνία, γιατί είσαι φίλος μας και σε αγαπάμε. Εντάξει; Κάνε τα μανιτάρια ομπρέλα, καρέκλα, ακόμα και βιολί, ότι θέλεις κάντα βρε αδερφέ, όμως δεν τρώγονται, δεν τρώγονται σου λέμε! Μπααα!!!»

Ο Μάριος ξεροκατάπιε και ρώτησε πολύ σοβαρός.

Scan00930

– «Κατάλαβα, κατάλαβα! Αλλά τι κακό έχουν οι πεταλούδες και μάλιστα οι πολύχρωμες; Αυτό δεν κατάλαβα! Αφήστε που εμείς οι τυφλοπόντικες, τα τρώμε όλα, χωρίς κανένα πρόβλημα».

– «Α! Εσύ δεν τρώγεσαι με τίποτα!» είπαν με μια φωνή απελπισμένη, ο Νώντας και ο Ρούλης.

– «Μάριε, η συζήτηση έλαβε τέλος! Ο Θεός να βάλει το χέρι του. Ότι κατάλαβες κατάλαβες… γυαλάκα!»

– «Μα Νώντα γιατί με λες συνέχεια γυαλάκια;»

– «Βρε που μπλέξαμε! Άντε πάμε τώρα να φάμε κάτι, γιατί πεινάμε σαν λύκοι, μπααα!!!»

– «Λύκοι;»

– «Ναι γυαλάκια λύκοι, σαν και αυτούς που έχεις χρόνια να δεις και τους αναπολείς με νοσταλγία!»

«Ναι, αλλά…» ακούστηκε δειλά, η φωνή του Μάριου, «ας μου εξηγήσει κάποιος επιτέλους, γιατί δεν…»

– «ΓΥΑΛΑΚΙΑ!!!» τσίριξε κατακόκκινος σαν παντζάρι ο Νώντας. «Μας έχεις κάνει τα νεύρα συρματόσκοινο και το κεφάλι καζάνι. Μου φαίνεται, ότι ήρθε η ώρα να δεις, τον γαλανό ουρανό στ’ αλήθεια ανάσκελα, κόφτο επιτέλους!!!»

«ΜΠΟΥΦ!» ακούστηκε η μπουνιά του αγανακτισμένου Νώντα, που έσκασε με φόρα πάνω στη μύτη του Μάριου και… και πάρτον κάτω τον καημένο τον Μάριο, φαρδύ πλατύ, ανάμεσα στα μανιτάρια, με μια φάτσα όλο απορία και έκπληξη.

– «Να! Επιτέλους!» φώναξε πολύ νευριασμένος, ο Νώντας. «Για να σταματήσεις να μιλάς και να λες αηδίες! Και για να μάθεις ποιός είναι ο ποιό δυνατός στην παρέα! Αυτό στο χρώσταγα απ’ την αρχή που σε γνώρισα γυαλάκια! Τι στο καλό, τόση ώρα, κινέζικα σου μίλαγα;»

Ο Ρούλης τά ‘χασε, μόλις είδε τον Μάριο ανάσκελα στο χώμα, χτυπημένο από την ξαφνική, δυνατή μπουνιά του Νώντα. Θύμωσε πολύ… του ανέβηκε το αίμα στο κεφάλι.

Πετάχτηκε όρθιος, πήρε ένα βελανίδι μεγαλύτερο απ’ αυτόν, σφίχτηκε, το σήκωσε με πολύ ζόρι και το πέταξε καταπάνω στο Νώντα, σημαδεύοντας το κεφάλι του.

Το βελανίδι έκανε ένα «ΓΚΟΥΠ» γιατί χτύπησε πρώτα, σε μια πέτρα και μετά, πήρε την κατηφόρα, μαζί με το Νώντα, που έτρεχε και φώναζε:

– «Μανούλα μου! Μ’ έφαγε ο Ρούλης!»

– «Ντροπή σου!» ούρλιαζε ο Ρούλης. «Χτύπησες το φίλο μας! Είναι ακίνητος! Πεσμένος κάτω! Το μόνο καλό, είναι ότι χαμογελάει… περίεργο!»

Ο Νώντας προσγειώθηκε με φόρα, πάνω σε ένα μεγάλο κόκκινο μανιτάρι που είχε κάτασπρες βούλες, μουρμουρίζοντας μέσα απ’ τα δόντια του:

– «Δεν θέλω να ξαναδώ μανιτάρι στα μάτια μου, για όλη μου τη ζωή! Τα είδα όλα…» και έπεσε ξερός, πάνω στην πιο μεγάλη άσπρη βούλα του κόκκινου μανιταριού.

Ο Ρούλης έμεινε άφωνος.
Δεν περίμενε το βελανίδι να βρει τόσο εύκολα το στόχο του, δηλαδή το ξεροκέφαλο του Νώντα!

Δεν μπορούσε να πιστέψει ότι ο Νώντας έριξε μπουνιά στον καλό Μάριο, μόνο και μόνο γιατί ήταν στον κόσμο του και δεν καταλάβαινε τόση ώρα… τι του έλεγαν!

Ο Ρούλης, παγωμένος, κοίταζε μια το χαμογελαστούλη Μάριο, που ήταν ξαπλωμένος ανάσκελα στο χώμα με τη μύτη κατακόκκινη σαν πατζάρι από την μπουνιά του Νώντα, και μια το Νώντα, που είχε κάνει αναγκαστική προσγείωση πάνω στο μανιτάρι, παρέα με το βελανίδι, κι έβλεπε αστεράκια.

Scan00910

Το αστείο στην όλη ιστορία, ήταν πως ο Νώντας είχε στο ξερό του το κεφάλι ένα καρούμπαλο τόοσο μεγάλο από το … βελανίδι που του πέταξε ο Ρούλης και στο μάγουλο του είχε μια τόοση μεγάλη άσπρη βούλα, δώρο από το… μανιτάρι.

«Πρέπει να τους συνεφέρω γρήγορα… να τους δώσω τις πρώτες βοήθειες… να τους κάνω τεχνική αναπνοή… να τους δώσω το φιλί της ζωής…» σκέφτηκε ο Ρούλης με αγωνία και έτρεχε πανικόβλητος πάνω – κάτω.

«Μπα τίποτα από όλα αυτά! Χρειάζομαι μόνο κάτι υγρό. Νερό, χυμό, κάτι θεραπευτικό τέλος πάντων για να το βάλω στα καρούμπαλα που έχουν στα κεφάλια τους, μπας και ανοίξουν τα μάτια τους και συνέλθουν. Αχ! Δεν έπρεπε να χάσω και εγώ ο λογικός τη ψυχραιμία μου και να χτυπήσω τον άμυαλο το Νώντα… αλλά δεν άντεξα… μου ανέβηκε το αίμα στο κεφάλι!»

Ο Ρούλης πήγε στο πρώτο θάμνο με βατόμουρα, που βρήκε μπροστά του και άρχισε να ψάχνει γρήγορα και προσεκτικά, ανάμεσα στα μυτερά αγκάθια του.

Διάλεξε ένα, το έβαλε στο στόμα του, το δοκίμασε και… «μπα δεν νομίζω, είναι πολύ ξυνό!», είπε και το κατάπιε ολόκληρο.

Έψαξε ακόμα λίγο και κάπου στο βάθος της βατομουριάς βρήκε επιτέλους, αυτό που ήθελε.
Βρήκε το πιο μεγάλο και το πιο ζουμερό, κόκκινο βατόμουρο.

«Αυτό μάλιστα!» είπε περήφανος. «Μα… μα γιατί με τσούζουν τόσο πολύ τα χέρια μου;»

Έριξε μια γρήγορη ματιά, στα λεπτά του χέρια. Ήτανε τρυπημένα και γεμάτα αγκάθια, από τη βατομουριά.

«Άλλη ώρα, δεν προλαβαίνω τώρα!» Είπε και με όλη του τη δύναμη, έστιψε το ζουμερό βατόμουρο, όσο πιο πολύ μπορούσε, πάνω στο χαμογελαστό πρόσωπο, του αναίσθητου, ακόμα Μάριου.

«ΠΛΑΑΑΤΣ!!»

«Ε! Τι τρέχει;» ρώτησε απορημένος ο Μάριος, που ήταν βαμμένος κόκκινος, σαν ινδιάνος, από το χυμό του βατόμουρου.

«Γεια σου φίλε Ρούλη. Πες μου, έχεις δει ποτέ σου, τόσες πολλές, πολύχρωμες πεταλούδες;»

– «Στου κουφού την πόρτα, όσο θέλεις βρόντα!» σκέφτηκε ο Ρούλης χαμογελώντας.

– «ΩΧ! Το κεφάλι μου πονεί!» βόγγηξε ο Νώντας, που ήταν ακόμα ξαπλωμένος ανάσκελα πάνω στο μανιτάρι. «Μάγκες, βλέπω αστράκια! Τι έγινε καλέ; Πού κουτούλησα; Πού βρίσκομαι; Ποιός είμαι; Τι είμαι; Και βασικά πού πάω;»

– «ΩΧ! ΩΧ! ΩΧ! Τι πάθαμε!» έκανε ο Ρούλης. «Το βελανίδι βρήκε το στόχο του! Δε λέω… σημάδεψα καλά… αλλά τόσο καλά; Και τώρα τι να κάνω;

– «Πού πάω; Πώς πάω; Πόσα πληρώνω για να πάω; Και βασικά γιατί πάω;» Συνέχισε να ρωτάει ο Νώντας καθιστός αυτή τη φορά πάνω στο μανιτάρι.

– «Θεέ μου συγχώρεσε με!» είπε ο Ρούλης στενοχωρημένος. «Βάλε το χέρι σου! Τι έκανα πάνω στα νεύρα μου; Θέλω τους φίλους μου πίσω! Κι ας έχουνε καρούμπαλα, βούλες και παραξενιές. Κάνε κάτι! Μου λείπουνε σου λέω και νιώθω μόνος!»

Τότε ακούστηκε μια τρομερή βροντή!

Ο ουρανός, σχίστηκε στα δύο, με μια φωτιά!

Τα ζωάκια της γειτονιάς, έτρεξαν να κρυφτούν.

– «Θα βρέξει πολύ!» φώναζαν.

– «Μαζέψτε τα ρούχα από τις απλώστρες!»

– «Θα γίνουμε μούσκεμα! Τρεχάτε!»

– «Βάλτε τα σωσίβια, τα γυναικόπαιδα στις βάρκες και πιάστε τα κουπιά!» φώναξε κάποιος, που μάλλον δεν ήξερε κολύμπι και φοβήθηκε πολύ.

Ο ήλιος σκεπάστηκε, από ένα μαύρο σύννεφο και έχασε για λίγο, τη λάμψη του.

Ο Ρούλης, φώναξε στα ζώα του δάσους: «Ε! Ε! Εσείς όλοι, τρέξτε να κρυφτείτε! Θα ρίξει πολύ νερό. Έρχεται μεγάλη μπόρα! Εγώ όμως, δεν πάω πουθενά! Δεν αφήνω μόνους τους φίλους μου! Τι πειράζει να βραχώ λίγο. Δεν είμαι δειλός, τους αγαπάω και πρέπει να τους προσέχω!»

– «Τα κατοικίδια μαζί με τα γυναικόπαιδα στις βάρκες!» ξαναφώναξε κάποιος άσχετος.

– «Δεν έχουμε βάρκες!» είπε κάποιος που μάλλον ήξερε.

Τότε το μαύρο σύννεφο, άνοιξε την αγκαλιά του και σκέπασε ολόκληρη τη βελανιδιά και μαζί με αυτήν, τους τρεις φίλους.

Ο Ρούλης, έκλεισε τα μάτια του. «Θεούλη μου» σκέφτηκε. «Ότι είναι να γίνει, ας γίνει τώρα! Μεγάλη η Xάρη σου!»

Ο Μάριος και το τσουλούφι του3

Και τότε, έπεσε βροχόνερο. Όχι πολύ, όσο έπρεπε. Όσο χρειαζότανε. Όσο ακριβώς θα ήθελε, ο Θεούλης από ψηλά. Ούτε μια ψιχάλα παραπάνω!

Όταν ο βρεγμένος Ρούλης άνοιξε τα μάτια του, είδε τον Μάριο όρθιο να έρχεται προς το μέρος του, τρίβοντας τη πρησμένη του μουσούδα, και τον Νώντα να κάνει τσουλήθρα από το μανιτάρι κρατώντας το κεφάλι του.

– «Θεούλη μου σε ευχαριστώ» ψιθύρισε ο Ρούλης συγκινημένος. «Είσαι πολύ… πολύ μεγάλος Θεός και πολύ… πολύ εντάξει τύπος! Ελπίζω να μας συγχώρεσες λίγο, που βγήκαμε απ’ τα ρούχα μας και παίξαμε ξύλο!»

Το μαύρο σύννεφο έφυγε, ξεσκεπάζοντας πάλι το λαμπερό ήλιο που φώτισε και πάλι το δάσος.

– «Λοιπόν παιδιά;» είπε ψύχραιμα ο Ρούλης, σα να μη συνέβη τίποτα. «Πού είχαμε μείνει;

Α! Ναι! Πηγαίναμε για ένα γερό φαγοπότι, γιατί είχε κολλήσει το στομάχι μας, από την πείνα. Άντε κόφτε τα παιχνίδια με τα μανιτάρια και τις πεταλούδες και πάμε! Βαρέθηκα τόση ώρα να σας περιμένω, μπαααα!»

– «Μάγκα μου πεινάω τόσο πολύ που με πονάει το κεφάλι μου από την πείνα!» συμφώνησε και ο Νώντας, με την άσπρη βούλα στο μάγουλο και με το καρούμπαλο στο κεφάλι. «Πάμε για φαϊ φίλε μου Ρούλη. Περίεργο όμως… ενώ δεν νύχτωσε ακόμα, εγώ σε κάθε βήμα βλέπω κι από ένα αστράκι! Μπα! Απ’ την πείνα θα ‘ναι!»

«Δόξα τω Θεώ!» σκέφτηκε με ανακούφιση ο Ρούλης. «Ξαναβρήκε τα μυαλά του ο Νώντας, αλλά σαν πολύ ευγενικός μου φαίνεται. Ουφ! Μου ΄φυγε ένα μεγάλο βάρος! Ελπίζω μόνο να μην είδε το καρούμπαλο στο κεφάλι του και τη μεγάλη άσπρη βούλα στο μάγουλο του, γιατί τότε… θα έχουμε πάλι άσχημα ξεμπερδέματα και δεν μας σώζει τίποτα! Μεταξύ μας όμως, το καρούμπαλο του δίνει μπόι… και η άσπρη βούλα του φωτίζει το πρόσωπο! Μωρέ σα να ομόρφυνε ο Νώντας!!!»

– «Εϊ Ρούλη! Εϊ Νώντα!» φώναξε ο Μάριος μασουλώντας ένα κομμάτι μανιτάρι. «Τι έγινε βρε παιδιά; Έβρεξε ή είναι η ιδέα μου; Ξέρετε γιατί ρωτάω; Γιατί το ωραίο μου τσουλούφι, είναι μούσκεμα και έγινε χωρίστρα! Μια τρίχα από δω και μια τρίχα από κει. Μεγάλη επιτυχία το χτένισμα! Πω! Πω! Είχα τύχη βουνό, γιατί με τη βροχούλα που έπεσε δεν έκανα μόνο μπάνιο, αλλά λούστηκα κιόλας. Μου ‘φυγαν οι λάσπες και τα χώματα. Μωρέ κούκλος έγινα σας λέω! Τα γυαλιά μου λίγο στράβωσαν… αλλά δε βαριέσαι… τα φοράω δεν τα φοράω… το ίδιο βλέπω… Τελικά τι έγινε; Τι αποφασίσαμε; Θα πάμε επιτέλους για φαγητό; Πεινάω σαν λύκος!!!»

Ο Ρούλης αναστέναξε με μεγάλη χαρά και άλλη τόση ανακούφιση όταν διαπίστωσε, ότι τα αγκάθια και οι πληγές από τα χέρια του, είχαν εξαφανιστεί.

Ο Ρούλης κοίταξε ψηλά στο γαλάζιο πια ουρανό και… «πάλι έβαλες το χεράκι σου ε;» Και χαμογέλασε με νόημα.

Το κακό είχε περάσει.

Ήτανε όλοι τους καλά και πάλι μαζί.

Και χωρίς να το καταλάβει ο Ρούλης, άρχισε να…

«Όλα καλά κι όλα ωραία,
πάλι μαζί κι οι τρεις παρέα!»

«Μπράβο Ρούλη ποιητή» φώναξαν με μια φωνή, ο Νώντας και ο Μάριος. «Καλά είσαι μεγάλο ταλέντο!» τον χειροκρότησαν με ενθουσιασμό και του πέταξαν λουλούδια με πολύ αγάπη.

– «Μάγκες μου» είπε όλο καμάρι ο Ρούλης. «Αυτό θα είναι το τραγούδι μας, το τραγούδι της φιλίας μας και θα πρέπει να το μάθετε και εσείς, για να το τραγουδάμε παρέα. Άντε πάμε τώρα να το γιορτάσουμε!»

Scan00920

Κάτω από τη φιλόξενη βελανιδιά στρώθηκε το μεγαλύτερο τραπέζι.

Πού στρώθηκε;

Επάνω στα μανιτάρια παρακαλώ!

Όλοι ήτανε καλεσμένοι σε αυτή τη γιορτή.

Όλοι έτρωγαν βατόμουρα, βελανίδια, φουντούκια, σπόρους, όλα αυτά, μόνο μανιτάρια δεν έτρωγαν.

Έπιναν λουλουδόμελο, βατομουροχυμό, ζαχαρόνερο, και άλλα πολλά.

Γέλαγαν με την καρδιά τους, για τα καρούμπαλα τους και έδιναν ευχές και καλωσορίσματα στους τρεις αγαπημένους φίλους.

Στον Μάριο τον τυφλοπόντικα, στον Νώντα το χοντρό σκουλήκι και στον Ρούλη το κόκκινο μυρμήγκι.

Έφαγαν όλοι σα λύκοι.
Πείναγαν!!!

Ήπιαν πολύ.
Δίψαγαν!!!

Χόρεψαν δύο και μία μέρες.
Έτσι για το καλό!!!

Τραγούδησαν ότι σκοπό και ότι τραγούδι ήξεραν, τουλάχιστον δώδεκα και μία φορές το καθένα.
Είχαν κέφια!!!

Έπαιξαν σαν ξένοιαστα παιδιά.
Μπράβο τους!!!

Και μετά από όλα αυτά, ξεράθηκαν κουρασμένοι και έπεσαν για ύπνο. Πού αλλού; Μα μέσα στη ζεστή αγκαλιά της βελανιδιάς.
Το άξιζαν!!!

Επιτέλους όλα πέρασαν και όλοι ήτανε καλά, μπορεί και καλύτερα.

Πρώτος κοιμήθηκε ο Μάριος, μετρώντας πολύχρωμες πεταλούδες.

Ε! Τι να κάνουμε, φαίνεται του έγινε συνήθεια.

Μετά, στρογγυλοξάπλωσε ανάμεσα στο καρούμπαλο και στο τσουλούφι του Μάριου, ποιός άλλος; Ο παιδαράς ο Νώντας, που ήταν κούκλος, με την άσπρη βούλα στο μάγουλο του και που κρατούσε το καρούμπαλο του ευτυχισμένος.

Ξέρετε γιατί; Γιατί πάνω στο γλέντι, η σαρανταποδαρούσα που είχε πιεί λίγο παραπάνω λουλουδόμελο, του είχε δώσει εκεί, ένα φιλί όλο νάζι.

Και πάνω στο καρούμπαλο του Νώντα, ανάσκελα στον ουρανό, αραχτός ο Ρούλης.

Ε; Τι! Μόνος του θα κοιμότανε ο φουκαράς;

Μπαααα!!!

Μέλια.

Παραμύθι για μικρά και μεγάλα παιδιά!


***Χίλια ευχαριστώ στους μικρούς μου φίλους – συνεργάτες, που με τις πανέμορφες ζωγραφιές τους ομόρφυναν αυτό το παραμύθι!!

.