Εικόνα από:oldxanthi.blogspot.com

Θυμάμαι σαν πολλές εγγονές που έχασαν μεγάλες τους παππούδες τους, πολλά περιστατικά και γεγονότα από την ζωή τους. Πολλά, πάρα πολλά, αλλά εδώ και τρεις μέρες, μόλις πιάσω το στυλό να γράψω μόνον κλάματα μούρχονται στα μάτια και ξεχνάω τα απάντα.

Είμαι η 4η από τα 10 εγγόνια ενός αξιολάτρευτου ζεύγους Θρακιωτών και λυπούμαι που εδώ και 22 χρόνια έπαψαν να υπάρχουν. Μα μου φαίνεται πως άρχισα κάπως στραβά. Τ’ όνομα μου; Λαζαρίδου Ελένη.

Γεννημένη στην Βέροια το 1952 από τον Σταύρο και την Αργυρώ, το γένος Ζαφειρίου. Ο πατέρας μου φερμένος από την Μικρά Ασία, πατρίδα του το Μπουλτούρι. Η μάνα μου κόρη ου Γιάννη και της Σμαράγδας Ζαφειρίου από την Βιζύη της Ανατολικής Θράκης. Δύο αδελφές η Ευαγγελία και εγώ. Θα μπορούσα   να λέγομαι Μικρασιάτισσα, μα το αίμα τραβάει στην Θράκη! Άνδρας μου ο Θεολόγης Κουμαριανός.

Τι να πω… και πώς να αρχίσω, τι να πρωτοθυμηθώ. 4 Ιουλίου 1969 και ο παππούλης μου άφησε την τελευταία του πνοή. Η γιαγιά μου στις 30 Μαρτίου 1971 τον ακολούθησε στην τελευταία τους κατοικία. Για μένα όμως υπάρχουν και θα υπάρχουν για πάντα.

Στ’ αυτιά μου ακόμη ηχούν τα τραγούδια και τα γέλια από τις οικογενειακές συγκεντρώσεις. Τ’ Αγιάννη, γιορτή του παππούλη μου, μαζευόμασταν τα 6 παιδιά τους. Ο Παναγιώτης, ο Μιχάλης, η μάνα μου η Αργυρώ, η Ευανθία, η Καλλιόπη, ο Μαργαρίτης, όλες οι νύφες και οι γαμπροί, καθώς και όλα τα εγγόνια. Δύο σπίτια μας χώριζαν από το σπίτι του παππού και της γιαγιάς.

Στο πρώτο σπίτι, γωνιακό, ήταν η στάση της γιαγιάς, να πάρει ανάσα από την κούραση των γηρατειών και να κάνει κουράγιο να έρθει σπίτι μας, να φωνάξουμε τον παππού από τα γραφικό καφενεδάκι της γειτονιάς.

Γιαγιά… κουράστηκες να σε πάρω στην πλάτη μου…

Φύγε μωρέ παιδάκι μ’… θα φανεί η βράκα μ’….

Τότε έλα να σε φιλήσω να ξεκουραστείς. Της έδινα ένα φιλί και έτρεχα στο καφενείο.

Παππού… έλα σε θέλω… έλα συ, ήταν η απάντηση. Πήγαινα κοντά.

Παππού βερ παρά, μπεζ δεκάρα (δώσε λεφτά, μισή δραχμή).

Άνοιγε το μικρό πορτοφολάκι του και μου έδινε την μισή δραχμή. Στην μικρή παράγκα της κυρά Ρήνης για ξαργύρωμα και ξανά στο καφενείο. Παππού σε θέλει η γιαγιά.

Ωχ, η αστυνομία με φωνάζει, κάτσε να πιω το ρακί μου και πάμε μαζί, μ’ εκείνο τα καλοκάγαθο χαμόγελο του.

Καληνύχτα γείτονες, καλό ξημέρωμα.

Θυμάμαι παιδούλα 15χρ’ομη πάω να δείξω στην γιαγιά το καινούργιο μου φόρεμα. Κάνω ένα κύκλο μπροστά της και κάθομαι στην καρέκλα. Κοντό το φόρεμα αναβαίνει πάνω από το γόνατο. Συνέχεια τραβάω να κατέβει. Η μάνα μου με κοιτάζει όλο νόημα. Η γιαγιά επεμβαίνει:

Τι το τραβάς κορτσάκι μ’, ύφασμα του λείπ’….

Μα κι εκείνο το ζωνάρι του παππού… Ήταν η χαρά του κάθε φορά που θα ερχόταν απ’ έξω

Κι έπρεπε να ξεζωστεί. Μου έδινε την άκρη, εγώ πήγαινα πίσω – πίσω και ο παππούλης μου έκανε κύκλο, γύρω από τον εαυτό του. Τα 5-6 μέτρα όμως του ζωναριού δεν τελείωναν εύκολα γιατί γινόταν παιχνίδι και χορός για τον παππού και τα εγγόνια, και γέλια για τους υπόλοιπους που ήταν μέσα στην κάμαρα.

Τα χρόνια πέρασαν. Άρχισα να δουλεύω. Πήρα στα χέρια μου τα πρώτα χρήματα. Βοηθός σε κομμωτήριο. Ξεσκόνισμα τις πελάτισσες και φραγκάκι.

Ο παππούς 80 χρονών και πάνω. Τον πάνε στην κλινική για εγχείρηση κοίλης. Τον βρίσκουν και σκολικωειδίτη. Δύο εγχειρήσεις μαζί. Ανοίγουν οι πόρτες του χειρουργείου, βγαίνει η νοσοκόμα.

Ποιος είναι ο συνοδός του Γιάννη Ζαφειρίου, φωνάζει η νοσοκόμα.

Το διάδρομο περιμένουμε η μάνα μου, εγώ, ο θείος Μαργαρίτης και δεν ξέρω ποιοι άλλοι.

Εμείς λέει ο θείος.

Μέσα στο χειρουργείο ο παππούς φωνάζει: Μαργαρίτ’ εγώ δεν πάω μ’ αυτό ,το πράμα, στην κάμαρα (εννοώντας το φορείο). Ακόμη δεν πέθανα να με πάν’ τέσσερις….

Τον πιάνουν οι νοσοκόμες από τα χέρια και τον πάνε στον θάλαμο. Σε λίγο περνάει ο γιατρός.

Μπάρμπα Γιάννη από τώρα κομμένο το τσίπουρο.

Τι λες μωρέ γιατρέ, ζουρλάθ’ κες; Θες να με πεθάνεις; Καλύτερα ένα χρόνο ζωής με ρακί, παρά πέντε χωρίς αυτό.

Ο γλυκός μου ο παππούλης, το ρακί το έπινε από ένα πενηνταράκι φτιαγμένο από καλαμιά με μπιμπερό. Περνάει ο καιρός, ξανά ο παππούς στο καφενείο. Τώρα όμως ρετσίνα, το ρακί φανερά κόπηκε.

Δεσποινιδούλα πια εγώ και με λεφτά δικά μου. Πάω στο καφενείο. Παππού τι κάνεις; Πίνεις ρακί; Όχι παιδί μ’, έχω μία ρετσίνα και την κλωθογυρνώ, μα δεν κατεβαίνει η αφιλότιμη μου απαντά.

Θείο Γιάννη, τον καφετζή, φέρε μία μικρή ρετσίνα να την πιούμε μισή με τον παππού.

Έρχεται ο καφετζής, αγκαλιάζω να φιλήσω τον παππού, να μην με δει που πληρώνει την ρετσίνα. Με σπρώχνει γελώντας. Βλέπεις, Γιάννη, το ζαγάρ’ νομίζ’ είμαι στραβός. Τα εγγόνια δέρνουν τους παππούδες κι αυτό μας φιλάει, και τα γέλια και τα πειράγματα από τους θαμώνες του καφενείου. Ο παππούς πάντα με το χαμόγελο και έναν καλό λόγο για τους πάντες, στα χείλη. Η γιαγιά πιο τσαούσα. Ακόμη κι αν φώναζε λιγάκι, ο παππούς πάντα γελούσε με καλοσύνη. Μα δυστυχώς κάποτε όλα τελειώνουνε… Έτσι έσβησε ο παππούς και η γιαγιά. Μετά λίγα χρόνια έσβησε και τ’ αμπέλι μαζί τους. Για μένα όμως, αγαπημένε μου παππού και γιαγιά, θα υπάρχετε έστω κι αν είστε άνα όνομα και μία φωτογραφία – για τον πολύ κόσμο – στην τελευταία σας κατοικία.

********

Ευχαριστώ την εξαδέλφη μου Ελένη Μουστιάκα-Μπατσαρά, γραμματέα του Συλλόγου της Θρακικής Εστίας Βεροίας, καθώς και όλους όσους συμμετέχουν για να γίνει αυτό το βιβλίο. Θα βρίσκομαι πάντα δίπλα τους.

Ευχαριστώ τον κόσμο που θα το διαβάσει. Σας ευχαριστώ όλους. Αφιερώνω το κείμενο σε όλους τους Θρακιώτες που έφυγαν, μα και σ’ αυτούς που υπάρχουν σ’ αυτόν τον κόσμο.

Της Λαζαρίδου Ελένης

Από το (ΛΕΥΚΩΜΑ 1991)

Της Θρακικής Εστίας Βεροίας

Πηγή:ΘΡΑΚΙΚΗ ΕΣΤΙΑ ΒΕΡΟΙΑΣ